Το να πηγαίνω εγώ εκεί, άντε και να το καταλάβω. Παρ’ όλο που αποφεύγω τις κωλοσυνοικίες του Πειραιά. Άμα όμως είμαι καλεσμένος σε γενέθλια, τι να του πω του άλλου; Αφού θέλει να πληρώνει καραβίσια !
Το να είμαι όμως ξαφνικά μέσα στα λαμόγια, πάει πολύ. Ίσως και να εξηγεί το γιατί είχα να πατήσω στην πρόχειρα στημένη πιάτσα βιζιτούδων καμιά δεκαετία. Τα σχετικά σχόλια τα έκανα στον δικό μου, που είχε την ιδέα να καλέσει εκεί αλλά και να πάρει τον καραβίσιο λογαριασμό.
Αλλά όχι και πίσω μου ο Μαντούβαλος. Ρε να μού ‘ ρχεται το φιλεταρισμένο μπαρμπούνι, σαν εμετός ξανά πίσω. Αλλά η πλάτη κάνει μεγάλη δουλειά. Δεν βλέπεις και συνεχίζεις την πλάκα.
Να έχεις ξαφνικά δίπλα σου σαν φάτσα μέχρι και τον Ζήκο. Με την γυναικούλα του και το κορίτσι για το παιδί. Που αφού κάπνισε το τσιγάρο του, μετά η μάνα ενοχλήθηκε από τον καπνό των πούρων των διπλανών τραπεζιών – ΣΕ ΑΝΟΙΧΤΟ ΧΩΡΟ ΜΙΛΑΩ – και του είπε οτι βλάπτεται το παιδί.
Κι έφυγαν οι άνθρωποι του άλλου επιπέδου, και πήγαν σε τραπέζι του ίδιου μαγαζιού αλλά όχι στην παραλία. Όχι. ΕΠΙ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ. Εκεί που οι αναθυμιάσεις των Κιαγέν και των λοιπών οχημάτων που δημιουργούσαν κομφούζιο, μάλλον θα έτρεφαν το παιδί.
Κι έτσι χάσανε τα πούρα, την γλύτωσαν από την ντόπα, και το παιδί θα μεγαλώσει με αρχές εξατμίσεων. Λογικό δεν είναι; Εκεί που είχαν καθίσει, δεν υπήρχε αναγνωρισιμότητα. Εκεί που κάθισαν, όλο και κάποιος θα μπορούσε και να πει κι ένα γειά. ΔΙΠΛΑ ΜΑΣ Η ΜΑΝΑ ΘΑ ΕΜΕΝΕ ΜΑΝΑ. Και άλλο τι λέει στον μουσοφόρο κι άλλο τι σκέφτεται.
Πού γινανε αυτά; Παπαϊωάννου σήμερα μεσημέρι. 28/10/2013. Η οικογένεια Ζήκου είπε να βγάλει το παιδί της στον καθαρό αέρα. Και διάλεξε Τουρκολίμανο.