Λιποψυχώ προσώρας κατά τις ώρες των κρίσεων, αλλά δεν το βάζω κάτω: δεν έχω τίποτα να κερδίσω από το ξύλινο φως που με κυριεύει τις σιγμές της ματαιότητας. Ευτυχώς οι στιγμές αυτές όσο μεγαλώνω μειώνονται. Λες και αντιλαμβάνονται τη ματαιότητα της εμφάνισής τους και αποσύρονται με αξιοπρέπεια σαν πριμαντόνα που αντιλαμβάνεται οτι την έχει εγκαταλείψει η φωνή της. Από τότε που έπαψα να επιχαίρω με επίπλαστες φωταγωγήσεις, οι ακτίνες περνάνε από δίπλα μου χωρίς να με ακουμπούν και πριν προλάβω να αντιληφθώ τη -στιγμιαία- παρουσία τους, εξαφανίζονταιι: Κάποτε, κάπου αλλού, κάποιος κακομοίρης θα χαμογελάει ικανοποιημένος από τον εαυτό του, χωρίς να γνωρίζει το γιατί. Τα απόνερα των ακτίνων δεν πάνε, φαίνεται, ποτέ χαμένα…
Χίλιες φορές προτιμώ το ταπεινό σκοτάδι που κρατά ολοζώντανη την προσμονή του φωτός.