Η αδεξιότητα των κοινωνικά αμήχανων, όταν συναντά την βαριεστημάρα της καθημερινότητας, δημιουργεί ένα θανατηφόρο συνδυασμό, μη ανιστρέψιμο φοβάμαι. Παρά τις τύψεις γι αυτό που πράττω να με κυνηγούν σαν τις Ερινύες, απομακρύνομαι με μικρά πηδηματάκια από κακορίζικους συναθρώπους μου: όλοι είχαμε στιγμές κακοδαιμονίας στο βίο μας και ο καθένας τις αντιμετώπισε με τον δικό του τρόπο. Ως κακορίζικους ορίζω αυτούς που απέφυγαν τη μάχη ή άφησαν την κακοτυχία να πάρει τον έλεγχο της ζωής τους και να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικότητάς τους. Προσπαθώ να απομακρυνθώ από την προσφιλή μου τάση της βιαστικής κατάκρισης και αυτό μου αφαιρεί την εύκολη αντιμετώπιση των κρίσεων. Επομένως (θέλω να) εξηγώ την απομάκρυνσή μου από αυτούς τους ανθρώπους περισσότερο σα θαρραλέα –και συχνά επώδυνη- στάση ζωής παρά σα μηχανισμό άμυνας για τη σωτηρία της ησυχίας μου.
Κάτι τέτοιες περιόδους που τις αποκαλούμε “εορταστικές”, έχω την τάση να τις ορίζω σαν αφετηρίες πιο αποτελεσματικής διαχείρισης ανθρώπων και καταστάσεων. Συχνά, ο χρόνος παρασύρει μεγαλόπνοα πλάνα δραστηριότητας και με επαναφέρει εκεί που βρισκόμουν. Όταν όμως έχει περάσει αρκετός καιρός μετά το σημείο-μηδέν και ο τρόπος που αντιδρώ παραμένει σταθερός, τότε μπορώ πλέον να αισθάνομαι οτι το βήμα έγινε, αφού από τη νόηση προχώρησα στην πράξη και από εκεί, στον έλεγχο του μελλοντικού μου χρόνου.