Μαζεύονται σε κλίμα συνομωτικό. Ρίχνουν κλεφτές ματιές, καταρχήν ο ένας προς τον άλλον και στη συνέχεια όλοι μαζί έξω από το παράθυρο προς τους περαστικούς. Μιλάνε χαμηλόφωνα, ξέρουν καλά οτι μπορεί να αποβεί επικίνδυνο να ακούσουν καθαρά το τί λένε ο ένας στον άλλον: φαντάσου να καταλάβουν τί περνάει στ’ αλήθεια κάθε στιγμή από το μυαλό τους. Πώς θα μπορέσουν να διαχειριστούν μια τόσο βαρειά αλήθεια; Κοντά-κοντά, αγκαλιασμένοι αν είναι δυνατόν, ώστε να αποφεύγονται τα επικίνδυνα βλέμματα απευθείας στα μάτια. Και μετά, μέσα στη ραστώνη της ζεστασιάς από τις αγκαλιές τους, αρχίζουν να υψώνουν -με μέτρο πάντα!- τη φωνή τους και να μοιράζονται τα μεγάλα ΟΧΙ τους. Χορταίνει η ψυχή τους από επαναστατικό οίστρο και ανατρεπτική διάθεση. Κι όσο χορταίνουν, σταδιακά απομακρύνονται ο ένας από τον άλλον και πλέον δεν αλλάζουν βλέμματα: ίσως κουράστηκαν οι άνθρωποι, μπορεί να ξεθύμανε η ορμή τους.
Ίσως γι αυτό, όταν αποχαιρετιούνται και βγαίνουν «έξω», τους περιμένουν τα ΝΑΙ τους που τα μοιράζουν πλουσιοπάροχα. Από τα ΟΧΙ που εκστόμιζαν πριν από λίγο, έχουν μείνει μόνο αμυδρές σκιές και η αίσθηση ενός ξεχασμένου κινδύνου.
Εξάλλου και ο Jacques Lacarrière έγραψε οτι εκείνο στο οποίο λέει κανείς συνήθως ΟΧΙ, δεν είναι ποτέ ο πραγματικός εχθρός, αλλά ο ίσκιος του που ρίχνει μέσα μας κι απάνω μας.