Ως νέος, δε νοιαζόμουνα για τίποτα και κανέναν, όπως άλλωστε οι περισσότεροι νέοι. Μεγαλώνοντας άρχισα να επιλέγω αυτούς (κυρίως αυτές!) για τους οποίους ενδιαφερόμουν διατηρώντας πάντα μια απόσταση ασφαλείας από όλους, μακριά από κάθε συναισθηματική εμπλοκή. Το να αδικώ κάποιον στο πλαίσιο του αγώνα (εκείνη την περίοδο έβλεπα τη ζωή σαν αγώνα) ήταν ένα αναπότρεπτο γεγονός για το οποίο θα μπορούσα να χαλάσω το κέφι μου, αλλά… μέχρι εκεί! Για τύψεις, καμμία σκέψη. Αντιμετώπιζα όσους (αισθανόμουν οτι) με αδικούσαν με εκνευρισμό και υποσχόμουν στον εαυτό μου σκληρή εκδίκηση.
Αλλά η ζωή παίζει παράξενα παιχνίδια στους πρώην νέους…
Οι πρώτες διστακτικές ενδείξεις οτι όλοι οι υπόλοιποι δεν ήταν απλώς βοηθητικά πρόσωπα στη σκηνή όπου παρουσιαζόταν η μεγάλη παράσταση «Η ζωή ΜΟΥ» έκαναν την εμφάνισή τους όταν ακούστηκε το δειλό καμπάνισμα του επερχόμενου γάμου που, όταν έφθασα στην ευλογημένη στιγμή της πατρότητας, έγινε καμπαναριό που με ξεκούφαινε. Τότε έκανα τις πρώτες δειλές σκέψεις να ενδιαφερθώ για αυτούς που εγώ αδικούσα και, μάλιστα, σε ορισμένες -λίγες στην αρχή!- στιγμές ανύποπτης συναισθηματικής καθαρότητας, για πρώτη φορά πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη να προσπαθήσω να αποφύγω τέτοιες αδικίες στο μέλλον. Σκέψη ήταν ακόμα, όχι επιλογή ζωής.
Και πριν καταλάβω πώς άλλαξαν όλα εντός μου, έπιασα τον εαυτό μου να ενδιαφέρεται (και να προσεύχεται συχνά) να μην αδικεί άλλους, ακόμη και από αυτούς που ανέκαθεν θεωρούσα οτι το άξιζαν.
Αυτός ήταν ο υψηλός, εσωτερικός, κρύφιος στόχος, δεν μου είχε γίνει ακόμα τρόπος ζωής και είμαι σίγουρος οτι σε αρκετά μέτωπα, οι διαφορές του «εγώ, πριν» με το «εγώ, τώρα» ήταν αδιόρατες, ιδιαίτερα από τις «μη μάχιμες» ψυχές αλλά ακόμη και από αυτούς που έτρεχαν βιαστικά στη διαδρομή της ζωής και δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία σε αυτά που συνέβαιναν ολόγυρά τους… όπως άλλωστε έκανα και εγώ για το μεγαλύτερο διάστημα της μέχρι τότε πορείας μου.
Τον τελευταίο καιρό, το παιχνίδι έχει αρχίσει να χοντραίνει: πιάνω τον εαυτό μου να ζητάει δύναμη (…) να μην κρατήσει κακία σε αυτούς που αισθάνεται οτι τον αδικούν. Δειλά και επιλεκτικά στην αρχή το ζητώ, με χαμηλή φωνή. Όσο όμως η φωνή μου δυναμώνει, το πεδίο αυτών που αφορά το αίτημα, γίνεται όλο και ευρύτερο.
Ο παλαιός, επηρμένος εαυτός μου, θα ντρεπόταν για αυτά που σκέφτομαι και, στο μέτρο του δυνατού, κάνω… αλλά η ψυχή του νέου δείχνει να έχει βρει μια ανάπαυση.
Και μετά, τί;