Σε κάποιο αστικό λεωφορείο-δεν έχει σημασία ποιας γραμμής-μπήκε σε κάποια στάση ένας ηλικιωμένος κύριος,κρατώντας με κόπο 3-4 σακούλες στα χέρια του.
Υπήρχαν αρκετές θέσεις και έτσι πήγε και κάθησε-με διστακτικότητα είναι αλήθεια-σε μια απο αυτές, κοιτώντας επίμονα έξω απ’το τζάμι.
Σιγά-σιγά το λεωφορείο γέμισε και πλέον ήταν αρκετοί και οι όρθιοι επιβάτες.
Αιφνης σηκώνεται σαν ελατήριο ο ηλικωμένος κύριος και δέιχνοντας την θέση του λέει σε μια κυρία “ελάτε να καθήσετε”. “Οχι ευχαριστώ” του λέει εκείνη. “Μα σας παρακαλώ” επιμένει ο φίλος μας. “Μα σας ειπα,δεν θέλω,ευχαριστώ”
Απογοητευμένος, ξανακάθεται στο κάθισμά του.
Στην επόμενη στάση, μπάινουν μερικοί μαθητές. Ο ηλικιωμένος κύριος, κοιτούσε επίμονα στα μάτια τα παιδιά,έτοιμος να σηκωθεί.
Ενα παιδί του χαμογελά αμήχανα και να’σου ο δικός μας σηκώνεται,μα…πριν προλάβει να σταθεί όρθιος και να παρεχωρησει την θέση του στον μαθητή, ο μικρός του κάνει νεύμα ότι δεν θέλει και για να αποφύγει πιθανές δευτερολογίες,έστρεψε την πλάτη του και ξαναγύρισε στην παρέα του. Απογοητευμενος εις διπλούν ο φίλος μας, που ούτε και αυτή τη φορά κατάφερε να δώσει την θέση του σε κάποιον,ξαναβυθίζεται στο κάθισμα.
Δεν περνούν δυο στασεις και τα μάτια του λάμπουν. Βλέπει μια νεαρή γυναίκα με ενα παιδί παραμάσχαλα να ανεβαίνει. “Εδω είμαστε” σκέφτηκε. Κάνει να σηκωθεί μα πριν προκάμει να ισιώσει όρθιος, ακούει “Ευχαριστώ…να είστε και καλα”…
Ενας άλλος κύριος, πιο κοντινός στην κοπέλα,εχει προλάβει να δώσει την θέση του.
“Ελα εδώ” λέει δυνατά ο δικός μας. Η κοπέλα του χαμογελά και βάζει το χέρι στο στήθος της σαν να του λέει “ευχαριστώ,βρήκα”.
Τι φταίει; Να είναι οι συγκυρίες της μέρας; Να είναι ότι φαίνεται γέρος; Να φταίνε οι σακούλες που έχει στα πόδια του; Ολα αυτά συνηγορούν στο να μη θέλει κανείς να του στερήσει την θέση την οποία εκείνος με τόση λαχτάρα ψάχνει να εγκαταλείψει.
Ετοιμος να κλάψει είναι. Μα πριν δακρύσει μπρος στα απορημένα μάτια των επιβατών,μπαίνει ένας άντρας αρκετών παραπανίσιων κιλών εκείνη την ώρα στο λεωφορείο. Φορά φόρμα εργασίας.Υπάλληλος σε κάποιο συνεργείο, ή βενζινάδικο,μάλλον. Φαινόταν και κουρασμένος.
Ιδανική πέριπτωση! Σηκώνεται αποφασιστικά ο επίμονος φίλος μας και του λέει σχεδόν επιτακτικά: “Ελα να καθήσεις”.
“Μπα…όχι ευχαριστώ” του λέει νωχελικά ο χοντρούλης.
“Είπα! Ελα να καθήσεις. Τι θα πει δεν θες…”; Σχεδόν τον διέταξε.
Απορημένος ο παχύς,του λέει και εκείνος κοφτά: “μα δεν καταλαβαίνετε κύριε; Δεν θέλω λέμε.”
“Αυτό που σου λέω” του ανταπαντά ο δικός μας.
“Βρε άι παράτα μας”,του λέει από μέσα του σχεδόν ο χοντρούλης και μετά από δυο στασεις κατεβαίνει.
Μια-μια οι στάσεις φτάνουν στο τέρμα. Εχουν κατέβει όλοι. Μέσα βρίσκεται καθησμενος μόνο ο ηλικιωμένος με τις σακούλες στα πόδια. Δεν κατέβηκε στην στάση του. Ηταν τόσο απεγνωσμένα χαμένος στην ανάγκη του να βρει άνθρωπο να καθίσει στη θέση του, που αρνήθηκε στον εαυτό του να κατέβει στην στάση που προυπολόγιζε ότι ήταν κοντα στο σπίτι του και τώρα,βαθύ απόγευμα,βρίσκεται ποιος ξέρει που,πολύ μακρυά από εκεί που εξ’αρχής υπολόγιζε ότι θα κατέβει.
“Βλάβη…δεν κάνουμε άλλο δρομολόγιο…κατεβείτε κύριος”
ακούει την φωνή του οδηγού.
“τι εννοείτε” του λέει.
“Εννοώ ότι το αυτοκίνητο έχει βλάβη”.
“Ναι,καλά…βλάβη”.
Τον κοιτά επίμονα καθώς περπατά κατά την έξοδο και συνεχίζει να τον κοιτά στρέφοντας το κουρασμένο κορμι του στην άκρη του δρόμου.
Βρίσκεται σε μέρος που δεν έχει ξαναπάει. Σε κάποιο τέρμα,κάπου σε κάποιο προάστιο της Αθήνας. Και αν κρίνουμε και από την αραιή κατοίκηση και το ένα και μοναδικό δρομολόγιο λεωφορείου που αναγράφεται στην ταμπέλα της οικείας στάσης, μάλλον θα κάνει καιρό να ξαναδεί το σπίτι του.
“Τι κρίμα” σκέφτηκε. Ξεκίνησε σαν ένα αστείο. Σαν ένα στοίχημα με τον εαυτό του. Στην πορεία έγινε εμμονή,έγινε πείσμα και έτσι βρέθηκε,απόγευμα πια,μόνος με 4 σακούλες στα χέρια να περπατά βαριά,κουρασμένα σε κάποιον ημιτσιμενταρισμένο δρόμο,ελπίζοντας ότι με κάποιο τρόπο θα επιστρέψει πριν τα μεσάνυχτα στο σπίτι.
Μετα από περπάτημα άσκοπο και κουραστικό,αποφασίζει ότι πρέπει να κάτσει σε μια στάση, όπου συνεχιζει να τον πληροφορεί κάποια ταμπέλα ότι το ένα και μόνο λεωφορείο περνά από εκεί. Αναγκαστικά περιμένει. Γέρνει,σχεδόν αποκοιμιέται στον ώμμο του.
Δυνατή κόρνα τον ξυπνά. Τι χαρά! Λεωφορείο. ΤΟ λεωφορείο.
Με κόπο σέρνει τον εαυτό του και τις σακούλες μέσα και οι πόρτα κλείνει πίσω του.
Αδειο. Κανείς. Δεν έχει παρά να διαλέξει σε ποια θέση να καθήσει.
Τις κοιτά όλες, μια-μία,σαν να είναι κόρες του.
Μπα. Δεν κάθεται σε καμία. Μένει όρθιος.
Στις επόμενες στασεις μπαίνει αρκετός κόσμος,μέχρι που πλέον όλες οι θέσεις είναι αγκαζέ.
Κατά καιρούς-δεν έχει παράπονο- του προτείνουν την θέση τους κάποιοι, που τον βλέπουν έτσι ταλάιπωρο,μα ο φίλος μας, εγκλωβισμένος ανάμεσα στην κούραση και στο παράπονο αρνείται.
Στην αρχή κάπως ευγενικά: “μπα…ευχαριστώ”.
Μετά, πιο απότομα: “δεν θέλω”.
Ωσπου στο τέλος αρνείται πειματικά: “Σου είπα άνθρωπέ μου…Δεν θέλω.Δεν καταλαβάινεις.Ασε με”.
Ο μοναδικός άνθρωπος που τον περίμενε στο σπίτι του,ακόμα τον περιμένει.
Εχουν περάσει μερικά χρόνια από την πρώτη φορά που τον έπιασε το παραξενο εκείνο πείσμα,να δώσει με το ζόρι την θέση του.
Μια απλή πρόθεση, που έγινε σκοπός.Και ο σκοπός,έγινε όρκος.
Αυτή η φουρτούνα που ξέσπασε στο κεφάλι του,έγινε η αιτία να περιπλανιέται σαν αδέσποτος ανάμεσα σε αγνώστους.
Ο φίλος μας, ο δύστυχος επίμονος επιβάτης, συνεχίζει να παίρνει στην τύχη τις λεωφοριακές γραμμές,να ψάχνει για τις αφετηρίες,να κάθεται πρώτος και να απαιτεί να καθήσουν στην θέση του.
Η αντίθετα,να επιμένει να στέκεται όρθιος στα γεμάτα λεωφορεία και να απολαμβάνει τις απανωτές αρνήσεις που ξεστομίζει με μια παράξενη ικανοποίηση στους περαστικούς επιβάτες,μέχρι να φτάσει στο επόμενο τέρμα.
Και ξανά…και ξανά…
Χωρίς τέλος.