Βάζει στην άκρη ερωτήματα καταδικασμένα να μείνουν αναπάντητα, που κάποτε -φαίνεται σαν χθές!- θεωρούσε θεμελειώδη στη ζωή του αλλά τώρα περίτρανα αποδεικνύονται άνευ σημασίας. Ερωτήματα που, χωρίς προειδοποίηση μπορούν να τον οδηγήσουν σε εσωτερική συσκότιση που μοιάζει με αυτήν που στα χρόνια τα παλιά κάποιοι Χριστιανοί μυστικιστές ονόμασαν «η σκοτεινή νύχτα της ψυχής». Και τότε, η ψυχή του γεμίζει μ’ αδειοσύνη και μένει ακίνητος στη θέση του σαν ταξιδιώτης που περιμένει στον έρημο σταθμό ένα τρένο που δε λέει να έρθει. Κι όσο περιμένει, προσπαθεί να καταλάβει, σε μια ζωή πλούσια σε στιγμές και σημάδια σαν τι δική του, τί ήταν αυτό που του δείχνει τώρα σαν παραφωνία: μάλλον ανάλωσε πολύ χρόνο αναζητώντας τις απαντήσεις σε αυτά τα πομπώδη ερωτήματα ώστε να καταφέρει να μείνει νηφάλιος… Σκέφτεται, τί πέτυχε τελικά: έμεινε νηφάλιος ή υπνωτισμένος; Θέλει προσοχή, γιατί οι δυό τους είναι μικραδελφές κι από την αγκαλιά της μιας βρίσκεσαι, χωρίς να το καταλάβεις, σφιχταγκαλιασμένος με την άλλη.
Εκ του ασφαλούς (αφού κανείς ποτέ δεν θα τον εγκαλέσει), αναγνωρίζει οτι είχε πέσει θύμα ενορατικών παραισθήσεων (σίγουρα γι αυτές ευθύνονται οι ψευτοσαμάνοι που είχε μαζέψει στο κονάκι του δίνοντάς τους απόλυτη ελευθερία να επεμβαίνουν στη ζωή του όποτε το επιθυμούσαν). Η μυστικιστική του επανάσταση κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία, καθώς το κοινό αντί να παρακολουθεί με προσοχή τους θεαματικούς πνευματικούς ελιγμούς του, είχε στραμμένη την προσοχή του αλλού. Αλλά δεν τους κακοχαρακτηρίζει γι αυτό, αφού κατάλαβε οτι κανέναν δεν απασχολούσαν, κάτω από την επιφάνεια, τα επώδυνα ερωτήματά του για την Αλήθεια της Ζωής: δεν υπάρχει ενεργό ενδιαφέρον από τους τριγύρω του για οτιδήποτε έξω από τα στενά χωρικά ύδατα του περιχαρακωμένου κόσμου τους.
Και αναρωτιέται: αφού γνωρίζει αυτήν την Αλήθεια, γιατί επέτρεψε στη σκοτεινή νύχτα να εισχωρίσει στην ψυχή του;
Αλλά δεν μελαγχολεί, γιατί μέσα του γνωρίζει ότι, όσο αναρωτιέται, θα μπορεί να έχει τη δύναμη (και το θράσος;) να περιφέρεται όρθιος στα πόδια του και να αισθάνεται ευτυχής.