Αργά αλλά σταθερά, οι -ζωντανοί- ήρωές μου αποχωρούν από το κάδρο της ζωής. Της ζωής γενικά, στο κάδρο της δικής μου ζωής μπορούν να μείνουν για πάντα. Τουλάχιστον όσο τους το επιτρέπω ή ακόμα και τους το επιβάλλω. Οι άλλοι ήρωες, οι θανόντες, βρίσκονται πλέον εκτός γήινης σφαίρας και δεν έχω νέα τους.
Μια εικόνα, μια ανάμνηση από κάποια ξεχωριστή στιγμή τους που μένει ταριχευμένη στη μνήμη μου και τους καλεί, ξανά και ξανά, να παραλάβουν αριστεία που τους είναι άχρηστα εκεί που βρίσκονται. Μπορεί να θέλουν την ησυχία τους, να επιζητούν ένα ανακουφιστικό σκοτάδι που θα τους καλύψει. Ίσως πάλι να τους έχει λείψει η σιωπή και οι δικές μου δοξαστικές φωνασκίες να τους ταράζουν από την ησυχία τους. Ή να αποζητούν τη λήθη, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να υπερβάλλουν εαυτούς μπροστά στο αδηφάγο κοινό για να σταθούν στο ύψος, όχι το δικό τους αλλά των απαιτήσεων κάποιου άγνωστου. Πόσο απάνθρωποι μπορούμε να γίνουμε με τους ήρωές μας χωρίς να καταλαβαίνουμε τί τραβάνε με τη συνεχή επίκληση που τους κάνουμε. Σαν κακομαθημένα παιδιά, έχουμε την απαίτηση να κάνουν την εμφάνισή τους όταν εμείς επιλέγουμε, φορώντας τα ρούχα που εμείς διαλέξαμε για αυτούς και να πουν τα λόγια που έχουμε ανάγκη να ακούσουμε από τα χείλη τους. Κι όλα αυτά, για να λάβουμε εμείς το βραβείο με την επιβεβαίωση οτι οι ήρωές μας όπως τους προβάλλουμε στα μάτια μας, δικαίως βρίσκονται εκεί που -εμείς!- τους έχουμε κατατάξει.
Ίσως οι θανόντες ήρωές μας έχουν κουραστεί από αυτήν την τιμητική διάκριση στην οποία τους υποβάλλουμε αδιάκοπα, αλλά όσο τους καλούμε να ανεβούν πάνω στη σκηνή για να παραλάβουν τη διάκρισή τους, δεν μπορούν να αρνηθούν, οι δυστυχείς.
Και τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα για τους εν ζωή ήρωές μας: οι φωνές των τραγουδιστών χάνουν κάθε μέρα που περνάει τις οκτάβες τους, τα χέρια των drummers (για τους λάτρεις του σπορ όπως εγώ) βαραίνουν, τα πάλαι ποτέ ιερά τέρατα της ηθοποιίας περιορίζονται πλέον σε ολιγόλεπτα περάσματα σε ταινίες ή σήριαλς (φεύ!), γιατί τόσα μόνο τους ζητούνται. Και οι φιλόσοφοι, αναζητούν στα σκοτεινά αραχνιασμένα ντουλάπια τους τσαλακωμένα χαρτιά σημειώσεων με παλαιές σοφίες τους, ήδη χρησιμοποιημένες.
Συνεχίζω, δυστυχώς ο κατάλογος είναι ατέλειωτος: φωτισμένοι μοναχοί φεύγουν εκόντες-άκοντες για την Αφρική κάνοντας υπακοή σε νεκρούς ηγούμενους για να δώσουν το φως τους -που κάποιες στιγμές τρεμοσβήνει- σε ένα πνευματικά αμάχιμο ποίμνιο.
Και απαστράπτουσες γυναίκες-δηλητήριο από άλλους καιρούς, καλούνται να λάμψουν με το σεξ-απήλ τους την ώρα που θα ήθελαν κατά βάθος θα φορούν πιτζάμες και παντόφλες και να παρακολουθούν τηλεόραση.
Εμφαντικοί χώροι αναψυχής που αποτελούσαν τους φάρους της εποχής τους (κι ανάμεσά τους ο λατρεμένος κινηματογράφος ΑΣΤΡΟΝ της οικογένειάς μου) εξαφανίζονται ακόμα και σαν αναμνήσεις, όταν χάνονται όσοι έζησαν τις μορφές ή τους τόπους των αναμνήσεων. Ή -ακόμη χειρότερα- όταν οι κάτοχοι των αναμνήσεων παραμένουν στην ζωή αλλά εξαφανίζεται το ενδιαφέρον τους να μιλήσουν γι αυτές.
Οι μνήμες χάνονται οριστικά όταν φεύγουν αυτοί που μπορούν να τις μεταφέρουν. Όταν εξαφανίζονται τα χρώματα και οι μυρωδιές από ανθρώπους και τόπους, τότε χάνονται οι μνήμες και παρασαίρνουν μαζί τους τους ήρωές μου…