Με περιτριγυρίζουν κάθε λογής αυθεντίες της μισαλλοδοξίας και συναισθηματικοί δειλοί που εκφράζουν αυτήν τους τη δειλία με επιθετική διάθεση. Κι ενώ παλαιότερα σε τέτοιες περιπτώσεις έστρεφα αλλού το βλέμμα μου και άλλαζα πεζοδρόμιο, τώρα τους ακούω με τρυφερότητα. Βάζω πλέον νερό στο κρασί μου, να μου το θυμηθείτε οτι, έτσι όπως πάω, ίσως σύντομα αρχίσω να συμπαθώ τους αλλοπαρμένους οπαδούς γραφικών ποδοσφαιρικών ομάδων (ονόματα δε λέμε, συνειδήσεις -οπαδικές!- δε θίγουμε). Αυτό το κρατάω ως την ύψιστη αισθητική και κοινωνική υποχώρηση που θα μπορούσα να κάνω. Κάτι οι νουθεσίες φωτισμένων ανθρώπων, κάτι οι μοιραίοι περιορισμοί της σωματικής μου δύναμης, όλα αυτά (που ξεκινούν από αντιδιαμετρικά πεδία) συντελούν ώστε να καταλήξω στο ίδιο σημείο σε ανύποπτα επίπεδα αποδοχής ανθρωπίνων αδυναμιών. Δεν έχω βρει ακόμη έδαφος εντός μου να αποδεχτώ ψευτοευαγγελιστές ταλιμπάν που διακατέχονται από τέτοιον αλλοπρόσαλλο φανατισμό ώστε να προκαλούν άκακες γριούλες σε αγώνες μποξ μέχρις εσχάτων που θα κρίνουν τελεσίδικα και οριστικά ποιός έχει δίκιο σ’αυτόν τον κόσμο. Κατά τα λοιπά, σε μια κοινωνία που βρίθει ατάλαντων κηρύκων χωρίς αντικείμενο κηρύγματος, υποχωρώ με εμφαινόμενη αξιοπρέπεια και απολαμβάνω την (υποχρεωτική) σιωπή. Έχω όμως αρχίσει να αντιμετωπίζω με συμπάθεια αυτούς που είναι προσκολλημένοι σε αμαρτίες που τις μεταμφιέζουν σε άτυχες στιγμές, απ’αυτές που θα μπορούσε ο καθένας να έχει στη ζωή του. Επιλέγω τις αβαθείς αναρωτήσεις περί παντός επιστητού που με κρατούν μακριά από κακοτοπιές, συσσωρεύοντας φαιά ουσία στον εγκέφαλο και σωματική δύναμη στα πόδια για να μπορώ να απομακρυνθώ τρέχοντας από εστίες φθοράς. Αποδιώχνω τις γοητευτικές μπούρδες και καθόλου δε νοιώθω οτι αποστερώ κάτι από την ζωή μου.
Η περήφανη υποχώρηση ξεκίνησε;