Την πρωτοαντίκρυσα και πάγωσε το αίμα μου. Ανατριχίλα πλημμύρισε τα ακροδάχτυλα μου, μαρμάρωσαν τα χέρια μου, κοκκάλωσαν τα πόδια μου, ένοιωσα αυτόν τον βαρύ πόνο στο στέρνο, ξεράθηκε ο λαιμός μου ενώ μια υγρασία με έπιασε από κάτω. Ή συμπτώματα εμφράγματος ή συμπτώματα έρωτος. Πώς να σκεφτεί όμως εκείνη την στιγμή το μυαλό μου; Είχε αδειάσει κι αυτό.
Από την δύσκολη στιγμή, μ’ έβγαλε η ίδια η Ζωή. Καταλαβαίνοντας τον πόθο μου, απλά έπραξε τα δέοντα. Τίναξε το άλουστο μαλλί της αριστερά, έβγαλε καπνό από την μύτη και τ’ αυτιά της, στερέωσε καλά τα βυζιά της μέσα στο στενό κίτρινο μπλουζάκι και μούπιασε το χέρι. Δυνατά κι αποφασιστικά. Ήταν ο άνδρας της σχέσης.
Πού είχε πάει η ευγλωττία μου; Πού είχε πάει όλη αυτή η εμπειρία που νόμιζα οτι είχα; Τα πάντα είχαν σβήσει μπροστά στην συγκλονιστική στιγμή της θορυβώδους βουβαμάρας. Μπροστά στην αριστερή χρυσαυγίτισσα, που μαγνήτισε όλες μου τις αισθήσεις, ειδικά την ώρα που ταχτοποίησε τα πεντάκιλα μπουτάκια της μέσα στη μαύρη φούστα. Ήταν έρωτας τελικά αφού ζούσα ακόμα, σκέφτηκα και με τα δυό κεφάλια.
Τα πάντα είχαν παραδοθεί όμως. Σε κείνο το μοιραίο δευτερόλεπτο, που για μένα ήταν τα πάντα ενώ για εκείνην μια απλή διαδρομή στην τεράστια καριέρα της. Λογικό το βρήκα. Μια γυναίκα πανέμπειρη παρθένα. Μια Παναγιά μελαχροινή σε πείσμα του Βοσκόπουλου. Μια Τζοκόντα ζωντανή και τόσο μακριά από τον Λούβρο. Μια γυναίκα με το σπινθηροβόλο βλέμμα της αγελάδας, τόσο μακριά από το βουστάσιο.
Άφησα να με οδηγήσει σε δύσκολα μονοπάτια, που μόνο ο Ρουβάς τα έχει περπατήσει με την Κάτια. Καταχτημένος, παραδομένος και λεηλατημένος από αυτήν την ύπαρξη που ούτε ο Αρκάς δεν την είχε φανταστεί. Το σύγκρυο συνέχιζε ακόμα και την ώρα που μου χάρισε την θαλπωρή της : Έλα ρε μαλάκα, μου είπε. Κι αυτό ήταν. Χρειαζόμουν κι άλλα; Τι να τα κάνεις τα άλλα, τα γυναικουλίστικα; Αγάπη μου, μωρό μου και λοιπές κατινιές, που έχει χιλιακούσει ο κάθε παπάρας που διαβάζει στην ταυτότητα του οτι είναι άρρεν φύλο.
Εγώ πλέον είχα ξεφύγει. Αφημένος από την μιά, αλλά έχοντας πλήρη επίγνωση οτι βρήκα την Θάτσερ στα χοντρά της. Με επίγνωση αφημένος δηλαδή. Στον δρόμο του έρωτα, του πάθους, του πάχους και της ερωτικής στάσης του δεν σηκώνομαι ξανά. Γυναίκα με όλες τις διαστάσεις της. Με όλα τα κυβικά της. Γυναίκα κάβος και σχινοδέστρα ταυτόχρονα. Γυναίκα λιμάνι και νησί ταυτόχρονα. ΟΛΠ, ΟΛΘ σε ένα. Ζωή για το ναυάγιο της ζωής μου.
Κοίταξα ψηλά να βρω τον Δημιουργό. Δεν μου αρέσουν εμένα οι μεσιτίες των εκκλησιών ή των άλλων ναών. Μιλάω απ’ ευθείας με τον Θεό για τα συγχαρίκια. Που μπορεί να άργησαν κάποια εκατομμύρια χρόνια, αλλά πέτυχε πριν από καμιά σαρανταπενταριά χρόνια τα πειράματα του. Στο απόλυτο δίπολο ανδρόγυνου, λογικής τρέλας και ισορροπία όζων. Τι άλλο να ζητήσω από την Ζωή, που λέει κι ο Πάριος όταν δεν λέει τα βλάχικα.
Μοιραία μου ήρθαν στίχοι του Μίκη. Κράτησα την Ζωή μου κι εγώ. Είχα ανακτήσει πλέον κι είχα δεχτεί να πορευτώ σε αυτό το μονοπάτι. Μαζί, σε ένα κορμί και σε έναν χορό. Μαζί στην κόντρα για την κόντρα, μαζί κι όλοι εναντίον μας. Έχοντας ξεχάσει τα συμβατικά δεδομένα της πασαρέλας. Κι έχοντας βρει μιάν άλλη παράμετρο στην παλιά θεά, που τη λέγανε Αφροδίτη οι ειδωλολάτρες που το παίζανε και πολιτισμένοι επειδή χτίσανε μια Ακρόπολη. Αυτήν την παράμετρο του τίποτα, που κανείς θεός δεν είχε. Αυτό το γοητευτικό τίποτα, που έψαχνα μια ζωή και με μπερδεύανε άλλα ονόματα που δήθεν κάτι είχαν. Ήταν δίπλα μου και δεν το είχα καταλάβει. Οτι υπάρχει Ζωή και πριν τον θάνατο τελικά.
Εχετε ξεφυγει τελειως…….