Η σχέση μου με την ΑΕΚ

Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα για τη δική μου σχέση με τη σημερινή ΑΕΚ. Το πρώτο είναι ότι δε με αφορά. Δε με αφορά πια ούτε το ποδόσφαιρο. Το ελληνικό γιατί (επιτέλους κατάλαβα ότι) δεν παίζεται στο γήπεδο, το ξένο γιατί ανέκαθεν δε με ενδιέφερε ιδιαίτερα (ποτέ δεν κατάλαβα αυτούς που είναι φανατικοί οπαδοί ξένων ομάδων. Η ομάδα μου είναι η ΑΕΚ γιατί έχω τόσες εμπειρίες και αναμνήσεις. Τι εμπειρίες και αναμνήσεις μπορώ να έχω από μια αγγλική ομάδα, αν δεν έχω ζήσει εκεί;).

Δε με αφορά αν η σημερινή ΑΕΚ κερδίσει, χάσει ή φέρει ισοπαλία, περισσότερο απ’ όσο θα με αφορούσε αν θα πάρει το πρωτάθλημα ο Ολυμπιακός επί Κόκκαλη ή Μαρινάκη (αν είχε τύχει ως παιδί να έχω γίνει Ολυμπιακός) ή απ’ όσο με αφορά αν ο Λάτσης θα πάρει το Ελληνικό ή η COSCO το λιμάνι του Πειραιά. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις κατά τη γνώμη μου το αποτέλεσμα καθορίζεται παρασκηνιακά, χωρίς καμία συμμετοχή (ή όφελος) του «οπαδού» ή του παρατηρητή.

Ναι, ασχολούμαι με το ποιος θα είναι ο νικητής σε όλες αυτές τις αναμετρήσεις, αλλά κουτσομπολεύοντας: όχι γιατί με αφορά το αποτέλεσμα, αλλά εκ περιεργείας. Όπως θα με απασχολούσε το ποια συμμορία θα επικρατήσει στον πόλεμο για την προστασία των νυχτερινών κέντρων της Αθήνας: θα το συζητούσα αν διάβαζα κάποιο σχετικό ρεπορτάζ, ιδίως αν γνώριζα τη φάτσα κάποιου από τους εμπλεκομένους από τότε που ήταν πορτιέρης σε κάποιο κλαμπ. Σιγά όμως μην έπαιρνα και θέση, μην «υποστήριζα» τη μία συμμορία έναντι της άλλης. Ασχολούμαι ακόμη περισσότερο αν τυχαίνει να έχω (ή να έχει ο συνομιλητής μου) προνομιακή πληροφόρηση για το θέμα της συζήτησης: τότε βέβαια υπάρχει ακόμη περισσότερη διάθεση για κουτσομπολιό.

Μόνο θλίψη μου προκαλεί ο οπαδός που πανηγυρίζει τυφλωμένος γιατί «τους γάμησε ο πρόεδρος», ξεχνώντας ότι αυτός τον οποίο γάμησε ο πρόεδρος είναι μάλλον ο ίδιος: είτε πουλώντας πανάκριβα τηλεπικοινωνιακό υλικό στον ΟΤΕ, είτε παίρνοντας θαλασσοδάνεια από ελληνικές τράπεζες που εν συνεχεία ανακεφαλαιοποιήθηκαν με τα λεφτά του «γαμιά», ή και κλέβοντας την ΠΑΕ ή/και την Ερασιτεχνική (την οποία συντηρεί από το υστέρημά του ο «γαμιάς» οπαδός). Παλιότερα μου προκαλούσε αηδία ο παρατρεχάμενος ή, ακόμη χειρότερα, ο υποψήφιος παρατρεχάμενος: αυτός που, για να πάρει πέντε φράγκα, πουλάει (ή διαφημίζει) υπηρεσίες «γλάστρας», «μυαλοπώλη» ή σφουγγοκωλάριου—αργότερα κατάλαβα ότι έχουν κι αυτοί οικογένεια να θρέψουν κι αυτός θεωρούν ότι είναι ο καλύτερος τρόπος για να τα καταφέρουν (δεν είναι, κι αν δεν το καταλαβαίνει ο κ. Σπύρος Πάντος, ας σκεφτεί που θα βρει δουλειά ο πρώην κολλητός του όταν σε λίγο τελειώσει η βασιλεία του αφεντικού του—ναι, αυτού του αφεντικού που μέχρι πρόπερσι ήταν ακλόνητος ηγεμόνας του ποδοσφαίρου μας, που θα έπαιρνε είκοσι πρωταθλήματα σερί). Θλίψη μου προκαλεί κι αυτός που κάποτε δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του αλλά τώρα στρογγυλεύει τα λόγια του, λέγοντας περισσότερες κοινοτοπίες κι από διαγωνιζόμενη σε καλλιστεία, με μόνο αντάλλαγμα ένα τουϊτάρισμα.

Το ότι δε με αφορά το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο θεωρητική στάση: είχε, πολύ πρόσφατα, και πρακτική εφαρμογή, διότι έγινα αποδέκτης πρότασης να αναμειχθώ και πάλι. Παρότι το αντάλλαγμα δεν ήταν αμελητέο για τις εποχές που ζούμε (8.476,86 ευρώ το μήνα για μερική απασχόληση και χωρίς έκθεση—μη γουρλώνεις τα μάτια κ. Σπύρε Πάντο, έτσι είναι, σας είπα ότι πήγατε να βάλετε τα χέρια σας για να βγάλετε τα μάτια σας) είπα αμέσως όχι, πριν καν μάθω την αμοιβή—και βέβαια δεν άλλαξα γνώμη όταν την έμαθα. Ο λόγος είναι απλός και δεν είναι μόνο ηθικός, ούτε βέβαια είναι ότι είμαι υπεράνω χρημάτων: στο περιβάλλον εμφυλίου πολέμου του ελληνικού ποδοσφαίρου, κανείς δεν είναι ασφαλής. Είναι σαν να πας να δουλέψεις σε καμιά πολυεθνική στο Ιράκ ή στη Συρία: αν μετά σε απαγάγουν και βρεθείς με την πορτοκαλί φόρμα, δεν μπορείς να πεις ότι ήταν αναπάντεχο. Έτσι και στο ελληνικό ποδόσφαιρο: αν εμπλακείς τώρα, δεν είναι καθόλου απίθανο να φας καμιά σφαίρα στα πόδια, όσο κι αν «κοιτάς τη δουλειά σου». Αυτός ο κίνδυνος δεν πληρώνεται με 8.476,86 ευρώ το μήνα.

Γνώμη μου είναι ότι ο φαύλος κύκλους του ελληνικού ποδοσφαίρου έχει πολύ δρόμο μπροστά του. Η Super League θα πάθει ό,τι έπαθε το επαρχιακό ποδόσφαιρο παλιότερα: όταν ήμουν παιδί στο Κιλκίς, το σέντερ φορ του Κιλκισιακού ήταν σταρ. Όταν η τηλεόραση έβαλε το ποδόσφαιρο σε όλα τα σπίτια κι όταν το να πας στην Τούμπα έγινε σαράντα λεπτά υπόθεση, σταρ ήταν ο Κούδας, ο Παπαϊωάννου, ο Δομάζος κι ο Δεληκάρης· το σέντερ φορ του Κιλκισιακού δεν γύρναγε να το κοιτάξει άνθρωπος. Σήμερα, όταν ο Μέσι κι ο Κριστιάνο μπαίνουν σε όλα τα σπίτια (και μάλιστα στην ώρα τους, όχι σαν την Ελλάδα που δεν ξέρουμε πότε θ’ αρχίσει το πρωτάθλημα και πότε θα γίνει ο τελικός του κυπέλλου), πώς μπορεί να ψηθεί ένα παιδί με τον Αλμέιδα, τον Καρντόσο και τον Μπεργκ;

Τώρα που τελείωσε (ή έστω βαίνει μειούμενη) η άμεση (μέσω ΟΠΑΠ) και έμμεση (μέσω διαπλοκής) κρατική χρηματοδότηση του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο εμφύλιος όλο και θα εντείνεται στην προσπάθεια των αντιμαχομένων να πάρει ο καθένας το μεγάλο κομμάτι μιας διαρκώς συρρικνούμενης πίτας. Σ’ αυτό το περιβάλλον κανείς δεν είναι ασφαλής: από το Μαρινάκη (αν κάποιος πιστεύει ότι οι δικαστικές του περιπέτειες δεν είναι υποκινούμενες, τον χτυπάω φιλικά στην πλάτη) μέχρι τον Αλαφούζο (του οποίου τα δάνεια όλως τυχαίως ήρθαν πρόσφατα στο προσκήνιο) και τον υπάλληλο των 8.476,86 ευρώ. Κι η εικόνα των τεσσάρων ηγετών του ποδοσφαίρου μας μόνο θλίψη μου προκαλεί: είναι σαν τους μονομάχους στην αρένα που απολαμβάνουν την αποθέωση του όχλου, ξεχνώντας ότι η μοίρα τους είναι προδιαγεγραμμένη και βέβαια τραγική.

Κατά τη γνώμη μου, η μόνη λύση είναι μια βαλκανική λίγκα. Το έχω γράψει από το 2007 κι εξακολουθώ να το πιστεύω ακράδαντα. Σε κάτι τέτοιο μπορεί και να μπλεκόμουν, όχι βέβαια ως υπάλληλος.

Post By Γιώργος Κιντής (76 Posts)

Connect

Κατηγορία άρθρου Άρθρο. Βάλτε Bookmark το μόνιμο σύνδεσμο.

Τα σχόλια είναι κλειστά.