Tα εγκαίνια του γηπέδου της ΑΕΚ έγιναν το 1930 (ο πρώτος επίσημος αγώνας της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια έγινε στις 9 Νοεμβρίου 1930 εναντίον του Αθηναϊκού). Μέχρι το 2003 οπότε και γκρεμίστηκε και μάλιαστα χωρίς να υπάρχει σαφές χρονοδιάγραμμα για την ανακατασκευή του, έζησε μεγάλες στιγμές. Και το γήπεδο και όλοι από εμάς βρεθήκαμε εκεί.
Η ιστορία που ακολουθεί (The Νέα Φιλαδέλφεια Experiment)
γράφτηκε το Νοέμβριο του 2002 ΠΡΙΝ γκρεμιστεί το γήπεδο και αποτελεί μέρος μιας σειράς ανατρεπτικών διαλόγων στον χωρόχρονο που είχε εμφανιστεί στο site μου στο intenet (http://www.stigmesstochrono.gr):
- 9/3/2007 Τόσο κοντά, τόσο μακριά
- 4/12/2006 Οδοιπορικό στο «φανάρι της κυρά-Λένης»
- 24/3/2004 Μια σκιά που αναζητάει το φως
- 24/3/2004 Και μετά, τί;
- 23/1/2004 (Μπα)ρόκ συναντήσεις μέσα στον καπνό
- 8/8/2003 Μια αποτυχημένη συνέντευξη
- 16/7/2003 Σχέσεις παν-ικού
- 4/7/2003 Ο πόλεμος του Νικία
- 12/11/2002 The Νέα Φιλαδέλφεια Experiment
- 10/10/2002 Το ξέρατε όλοι, αλλά κανείς δεν μας είπε τίποτα…
- 1/10/2002 Από το άκρο της Πόλης
Έχουν ξανα-εμφανιστεί μερικά από τα κείμενα αυτά εκτός από το site και στο blog και ανύποπτα σήμερα, κάποιο καμπανάκι χτύπησε εντός μου και ξανα-ανεβάζω το The Νέα Φιλαδέλφεια Experiment με τη μέθοδο copy-paste, χωρίς οποιαδήποτε διόρθωση. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος οτι το νέο γήπεδο θα ξαναγίνει εκεί, αλλά είμαι σίγουρος οτι θα ήθελα αυτό το κείμενο να ξαναβρεθεί στο φως….
Είμαι πάντα οπαδός της ΑΕΚ και δεν εξαρτώ την αγάπη μου για την ομάδα από γήπεδα, διακρίσεις και θριάμβους.
ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
Συζητήσεις που δεν έγιναν ποτέ, ανάμεσα σε ανθρώπους που ο άνεμος του χρόνου φύσηξε σε διαφορετικές κατευθύνσεις γι αυτούς.
The Νέα Φιλαδέλφεια Experiment
Η ομάδα των οργισμένων νεαρών αποχωρούσε αργά από το γήπεδο. Η οργή για την κατάφωρη αδικία ξεχείλιζε από την ψυχή τους και γινόταν βραχνάς που έπρεπε να αποτινάξουν.
Θα περίμενε κανείς να έχουν συνηθίσει τις τέτοιου είδους αδικίες, από αυτές που υφίστανται -ή, τουλάχιστον, έτσι νιώθουν- όλοι οι φίλαθλοι, ιδιαίτερα σε χώρες όπου το ποδόσφαιρο αποτελεί την πλέον προσιτή μέθοδο εκτόνωσης.
Το σπάσιμο των τζαμιών των καταστημάτων της περιοχής, ιδιαίτερα αυτών που οι ιδιοκτήτες τους είχαν τη φήμη ότι ήταν οπαδοί μιας άλλης ομάδας, ήταν μια κάποια λύση. Θα μπορούσαν πάλι να προπηλακίσουν αντίπαλους ή, αν δεν υπήρχαν τέτοιοι, τους δικούς τους οπαδούς που θα προσπαθούσαν να ηρεμήσουν τα πνεύματα, εκφέροντας εμετικά επιχειρήματα περί ανθρώπινων λαθών των διαιτητών ή, σε τελική ανάλυση, εκφράζοντας μια διαφορετική άποψη από την δική τους.
Ο Θανάσης απομακρύνθηκε από την ομάδα των φίλων του και κάθισε σε ένα παγκάκι στο άλσος που βρισκόταν κοντά στο γήπεδο. Εκείνη τη μέρα, όλα του φαίνονταν διαφορετικά. Ακόμα οι αδικίες σε βάρος της ομάδας από τους σκοτεινούς κύκλους -που, καλόν είναι να μένουν πάντα σκοτεινοί ώστε να μπορούν να ρίχνονται άφοβα στο ανάθεμα χωρίς να χρειάζεται ποτέ κανείς να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία-…ακόμα κι αυτές οι αδικίες του φαίνονταν διαφορετικές εκείνη τη μέρα.
Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να συγκεντρώσει τη σκέψη του. Σε δύο μέρες η πατρίδα τον καλούσε να αναλάβει τις ευθύνες απέναντί της: το Ναυτικό τον περίμενε! Τόσο καιρό, απέφευγε να αναλογιστεί τί θα μπορούσε να σημάνει αυτό για τη ζωή του. Για ένα πράγμα ωστόσο μπορούσε να είναι σίγουρος: τα επεισόδια πριν, κατά και μετά τους ποδοσφαιρκούς αγώνες θα σταματούσαν.
Όχι πάντως ότι του πρόσφεραν και τίποτα….
– Κανείς δε νοιάστηκε για εμάς… μας χρησιμοποίησαν για τους σκοπούς τους και μας πέταξαν στα βαθειά χωρίς να μας ενημερώσουν για το τί μας περίμενε. Ναυτικό, σου λέει ο άλλος!
Ο Θανάσης άνοιξει τα μάτια του και προσπάθησε να καταλάβει από πού ακούστηκε η φωνή.
– Πού είσαι ρε φίλε, δεν σε βλέπω. Πού το ξέρεις ότι πάω για το Ναυτικό;
– Δεν μιλούσα για εσένα, σε αυτό που συνέβη σε εμένα αναφερόμουν…
– Είδες τί έγινε σήμερα; Μας την είχαν στημένη, αλλά εμείς δεν είχαμε το μυαλό για να το καταλάβουμε. Μας χρησιμοποιούν, νομίζω ότι κατά βάθος κάνουν πειράματα στην πλάτη μας…
– Έχεις δίκιο, είναι πολύ σημαντικό που το κατάλαβες έγκαιρα. Εμείς, όλοι εμείς -στην ηλικία σου είμασταν οι περισσότεροι- πήγαμε σαν πρόβατα στη σφαγή.
– Και εμάς, μας έσφαξε σήμερα αυτός ο … να μην πω τώρα, το κατάλαβες, φαντάζομαι… αλήθεια, τόση ώρα μιλάμε και δεν σε έχω δει. Σε ακούω σα να είσαι δίπλα μου, αλλά δε σε βλέπω. Πού είσαι;
– Ακριβώς δίπλα σου βρίσκομαι, αλλά σε άλλες συντεταγμένες.
Εκείνη την ώρα, τα υπόλοιπα μέλη της παρέας έλαβαν την απόφαση για το πλάνο δραστηριότητάς τους. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, επιβεβαιώνοντας με τα μάτια ότι ο τρόπος τιμωρίας των -κάθε λογής- αλλοφρονούντων που είχαν επιλέξει, ήταν ο ενδεδειγένος και ετοιμάστηκαν να ξεκινήσουν.
– Ρε παιδιά, μια στιγμή! Ο Θανάσης, πού είναι ο Θανάσης; Είπε ο στρατονόμος της παρέας. Την ώρα της δράσης, χρειάζονταν τον κάθε πολεμιστή.
– Να εκεί στο παγκάκι, κάθεται μόνος τους. Θανάση… Θανάση, ξύπνα ρε, έχουν μαζευτεί κάτι «άλλοι» στην πλατεία και πάμε να τους τακτοποιήσουμε. Θα έρθεις;
Ο Θανάσης έδειχνε αποροφημένος στις σκέψεις του και δεν έδωσε προσοχή στα λόγια αυτά.
– Ξεκόλλα, Θανάση! Πρέπει να πάμε γρήγορα, θα μας ξεφύγουν!
Ο Θανάσης ανασήκωσε το βλέμμα του προς τη μεριά της ετοιμοπόλεμης ομάδας. Τους κοίταξε με μια ματιά γεμάτη αδειοσύνη και είπε:
– Δε θα έρθω, έχω μια συζήτηση. Πηγαίνετε εσείς.
Οι συμπολεμιστές του κοίταξαν τον Θανάση που καθόταν μόνος του στο απόμερο παγκάκι με απορία. Την ώρα που είχαν αρχίσει τα μουρμουρητά από τους πιο θερμόαιμους της ομάδας κρούσης, ένας από αυτούς έδωσε τη λύση:
– Αφήστε τον, ρε… παρουσιάζεται μεθαύριο στο Ναυτικό και ψάρωσε από τώρα! Καλά λένε ότι ο Στρατός σε κάνει κότα! Καλό υπόλοιπο, σειρούλα! του είπε κοροϊδευτικά και με ένα νεύμα του χεριού του έδωσε το σύνθημα στην ομάδα δράσης για αναχώρηση.
Ο Θανάσης τους κοίταξε να απομακρύνονται με ανάμικτα συναισθήματα: δεν αποχαιρετούσε απλά την ομάδα των συναγωνιστών του από την εξέδρα της ομάδας που αποτελούσε τρόπο ζωής γι αυτόν τα τελευταία πέντε χρόνια, αλλά μόλις είχε κάνει το οριστικό βήμα απεξάρτησης από μια ζωή γεμάτη τυφλή βία, μια ζωή που κάθε στιγμή της ήταν στιγμή πολέμου και ο αγώνας ενάντια σε έναν μισητό εχθρό που φορούσε φανέλες διαφορετικού χρώματος από αυτές της δικής του ομάδας ήταν αυτοσκοπός. Ούτως ή άλλως είχε βαρεθεί, δεν συμφωνούσε εδώ και αρκετό καιρό με πολλά από αυτά που έκαναν. «Δεν είμαστε ομάδα οπαδών» τους έλεγε, «συμμορία έχουμε γίνει». Μικρό το κακό, αργά ή γρήγορα η στιγμή του αποχαιρετισμού θα έφθανε, η αναχώρησή του για την στρατιωτική του θητεία ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία.
Οι σκέψεις αυτές τον επανέφεραν στην κατάσταση που βρισκόταν πριν φύγει η ομάδα δράσης… πού βρισκόταν αυτός ο άγνωστος που του μιλούσε, αυτός που έδειχνε να καταλαβαίνει τον πόνο του;
– Δεν κατάλαβα τί μου είπες… είσαι δίπλα μου αλλά σε άλλες… συντάξεις… πώς το είπες αυτό, δε θυμάμαι!
– Συντεταγμένες.
– Ναι, ναι, συντεταγμένες, το θυμήθηκα τώρα που το είπες.
– Θυμάσαι και τί άλλο σου είπα; Ότι είσαι τυχερός που κατάλαβες έγκαιρα ότι σε χρησιμοποιούν;
– Ναι, θυμάμαι, θυμάμαι.
– Εμάς μας άφησαν να καούμε, φίλε.
– Αυτό έχει συμβεί και σε εμάς. Μας έριχναν φωτοβολίδες και δύο από εμάς πήρανε φωτιά. Φωτιά, όχι αστεία! Και ξέρεις ποιο είναι αυτό που με κάνει έξαλλο; Οι άλλοι, οι απέξω, ξέρανε ότι οι δικοί τους είχανε φωτοβολίδες, αλλά κάνανε τα στραβά μάτια… τους αφήσανε να μπούνε, χωρίς να τους νοιάζει αν θα καιγόμασταν εμείς.
– Στην δική μας περίπτωση, μάλλον δεν ήξεραν τί μας περιμένει. Πάντως καλό, δε θα ήταν, αυτό ήταν σίγουρο. Και μας βάλανε μέσα, χωρίς να μας πουν τίποτα. Έβλεπα τους φίλους μου να καίγονται, να λιώνουν πάνω στις λαμαρίνες και το κεφάλι μου γύριζε…
– Σε είχαν χτυπήσει μάλλον, ε; Γι αυτό γύριζε το κεφάλι σου… Σε καταλαβαίνω, αδελφέ, μου έχει τύχει και εμένα αυτό, κι όχι μια και δυο φορές… Εγώ τα πέρασα αυτά σε ξύλινες και σε τσιμεντένιες εξέδρες… σε λαμαρίνες, δεν μου έτυχε ποτέ. Αλήθεια, δεν καταλαβαίνω γιατί ενώ σε ακούω τόσο καθαρά δε σε βλέπω αλλά, δεν πειράζει! Μου αρέσει να μιλάω με κάποιον που με καταλαβαίνει… Και τώρα πού είσαι;
– Εκεί που ήμουν πάντα… από τότε δηλαδή που συνέβη «αυτό». Χαμένος είμαι, φίλε, αγνοούμενος.
– Ναι, κι εγώ χαμένος είμαι. Είδες που σου είπα ότι εμείς οι δύο καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον;
Ο ναύτης του USSEldridge κατάλαβε ότι είχε έρθει η ώρα να φύγει. Ο τόπος και ο χρόνος που είχε επιλέξει δεν του πήγαιναν, το πείραμα επικοινωνίας που έκανε, είχε αποτύχει. Τον μπέρδεψε το όνομα της περιοχής, «Νέα Φιλαδέλφεια»: έπρεπε να μεταφέρει τις συντεταγμένες του αλλού….