Η ιστορία γράφεται με μοχλούς διαμόρφωσης για την συνείδηση των νεότερων, που δεν την έζησαν, και γουστάρουν να ψάχνουν και να βολεύονται με κάτι τρίχες κιτάπια. Επιτρεπτό αυτό βάσει ελευθερίας. Που είναι το ύψιστο αγαθό με προφανές αποτέλεσμα την καφενειακή κουβέντα και την προσωπική κωλοτρυπιδίστικη άποψη. Που μπερδεύει τα γεγονότα με το συναίσθημα και φυσικά προτάσσει το «νομίζω>> μπροστά στο <<γνωρίζω» και το συναίσθημα πριν την γνώση.
Η γνώση όμως, είναι όραση και ακοή και γεύση κι όσφρηση κι αφή. Είναι και οι πέντε αισθήσεις παρέα. Ωμές. Δεν υπάρχουν βιβλία, ούτε τίποτα. Ούτε καπελώματα κι άλλα κουραφέξαλα. Ούτε σκοποί, αιτίες, συνέπειες και λοιπά ανθρώπινα ανδρείκελα για να εξηγήσουν ή για να επηρεάσουν κάτι. Όταν ζεις την ιστορία, δεν χρειάζεσαι να στην πουν κάποιοι άλλοι που γράφουν κατά παραγγελία. Κι η ιστορία θα όφειλε να είναι μόνο παράθεση γεγονότων. Όλα τα άλλα είναι εκ του πονηρού.
Και δεν είδα τίποτα πονηρό εκείνη την φοβερή νύχτα. Είδα από το μπαλκόνι του σπιτιού, στην πάροδο της λεωφόρου Αλεξάνδρας, τα γεγονότα. Τα τρόλεϊ και τα λεωφορεία τοποθετημένα κάθετα στον δρόμο για να εμποδίσουν την κάθοδο των τεθωρακισμένων. Τους σκουπιδοτενεκέδες, τους κρεμασμένους στα φανάρια, να καίγονται μπας κι εξουδετερωθούν οι τόνοι δακρυγόνα που πέφτανε στην Πατησίων.
Τους αστυνομικούς που, πυροβολώντας στον αέρα, κυνηγούσαν διαδηλωτές στα στενά. Ναι, τα είδα.
Κι άκουσα. Τις ερπύστριες των τανκς να κατεβαίνουν την άσφαλτο και μια κότα απέναντι: <<Ησυχία κοιμόμαστε.>> Και την απάντηση: « Πουτάνα άνοιξε, σκοτώνουν το παιδί σου». Μύρισα την ατμόσφαιρα, γεύτηκα μια πίκρα στο στόμα και κατάλαβα, τότε στα 11 μου, ότι κάτι δεν πάει καλά. Με ακουμπούσε η ιστορία και σίγουρα την ακουμπούσα κι εγώ. Όλα ήταν τόσο προφανή κι οφθαλμοφανή σαν το ιδιαίτερο στα μαθηματικά που ήταν προγραμματισμένο την επόμενη μέρα. Τόσο χαχόλικο ήμουνα. Με τέτοια φασαρία, σιγά να μην γινόταν μάθημα, και πάντα τέτοια, χαιρόμουνα. Η φασαρία αναβάλλει τις υποχρεώσεις.
Είχα δει κι άλλα πριν εκείνη τη νύχτα. Τους κλεισμένους στο πολυτεχνείο να φωνάζουν για ψωμί, παιδεία ελευθερία κι οι περαστικοί να περνούν μπροστά από τη μάνδρα πηγαίνοντας ανευθυνοϋπεύθυνα στις δουλειές τους. Κουνώντας το κεφάλι και χαρακτηρίζοντας τους αλήτες. Τραμπούκους τεμπέληδες κι ό,τι άλλο μπορεί να κατέβαζε η γκλάβα του χουντικού λαού , του κάργα βολεμένου στην επταετία και του απόλυτου πούστη, που την επόμενη μέρα, δηλαδή μετά από δέκα μήνες και μετά από μια πολύ χειρότερη χούντα αφού το πολυτεχνείο δεν έλυσε τίποτα, είχε γίνει αριστερός, αντιστασιακός κι ό,τι άλλο κωλομπαρίστικο υπάρχει μπας και βολευτεί το σύμπαν μέσω μπερδέματος.
Αλλά τα χρόνια περάσανε. Κι ο καθένας εξακολουθεί να λέει ό,τι του κατεβάσει ο κώλος του. Που είναι ευθέως ανάλογος του φασισμού του, δηλαδή της ασύνορης διαδικασίας προστασίας του μικρόκοσμου του. Ήταν, ή δεν ήταν εξέγερση; Ήταν με αποτέλεσμα, ή ήταν όλα προαποφασισμένα από τις μεγάλες δυνάμεις; Σκοτώθηκε κανείς ή το τανκ που έπεσε στην πύλη είχε προειδοποιήσει για το χτύπημα κι απλά έκανε τεστ για αντοχή των μετάλλων; Λέγε λέγε από δεξιό μέχρι έτοιμο να αυτομολήσει αριστερό, εξασφαλίσθηκε η κουραμάνα. Και κυρίως ένας ανύπαρκτος λαός για ένα γεγονός στο οποίο δεν είχε καμία συμμετοχή. Κι άρα η ιστορία μπορεί να ξεπλύνει με μαλακισμένο ροδόνερο τον εαυτό της, που κάθε φορά θέλει να απαλλάσσεται από τον μύθο. Λογικό. Η ιστορία, μύθος κάτι θέλει να γίνει.
Τι να γίνει; Τίποτα. Μηδέν. Πάντα αυτό είναι το κορυφαίο αριθμητικό σύμβολο και πάντα η ποσόστωση της αλλαγής. Που τα παλικάρια που ξεκίνησαν την ιστορία του πολυτεχνείου ήταν μια χούφτα άντρακλες κι ας μην ήταν από την Λειβαδιά. Εκεί που έχουν τα σουβλάκια ήρωες. Και μπήκαν μέσα στην σχολή για την καύλα τους και την αντίσταση τους, όπως κάποιοι παλιότεροι είχαν μπει στην Αγία Λαύρα. Κι αφύπνισαν συνειδήσεις ή οράματα ή σκέψεις. Και κυρίως πήγαν κόντρα σε όλο το ελληνικό γίγνεσθαι. Σαν τον Παπαφλέσσα, που προκειμένου κάποιοι να πολεμήσουν εναντίον του Τούρκου, αναγκαζόταν και λάδωνε μήπως και βρει πολεμιστές. Ιστορία μου πεθαμένη, που όμως θα υπάρχεις πάντα για να φωτίζεις τα σκοτάδια με σκοταδισμό.
Και μετά, νάσου κι η φωτιά στους πολιτικούς. Αυτήν την εξ ολοκλήρου δοσιλογική κάστα επαγγελματιών, που σύσσωμη είχε υπογράψει για την χούντα, που πλάκωσε για να κάνει μια κάποια εκμετάλλευση στον αγώνα των παλικαριών για κυβερνητικές θέσεις. Με όπλο τα πύρινα κούφια λόγια που βέβαια δεν μπορούν να δημιουργήσουν δόξα άλλα άνετα μπορούν να κλέψουν και να ξεπλύνουν χρήμα. Είτε άμεσα, με σάλωμα των μέσων ενημέρωσης, είτε έμμεσα με δημοκρατία.
Ναι, την σημερινή δημοκρατία της ίσης ευκαιρίας και της προόδου που κάθε μια τετραετία θέλει και μια αλλαγή. Τόσο καλή είναι και κάθε τόσο πάνε να την μεταλλάξουν ή να την μετασχηματίσουν ή να την διαμορφώσουν οριζοντίως και καθέτως όλοι οι δημοκρατικά εκλεγμένοι και φυσικά αξιοκρατικά προβαλλόμενοι από την τηλεόραση σημερινοί ηγέτες.
Κι αφού ο λαός γουστάρει να λέει ότι ήταν πάντα εναντίον της δικτατορίας, κι αφού επίσης γουστάρει να ψηφίζει, τι πρόβλημα να έχει ο πολιτικός να βγει στο μπαλκόνι και να αυτοπροσδιοριστεί σαν αγωνιστής; Ό,τι γουστάρει ο από κάτω λέει. Ο οποίος από κάτω αυτοκαθαρίζεται για την επταετή παθητική στάση του, την στάση αποδοχής, και νομίζει ότι στέλνει στην εξουσία μάγκες που κάνανε αγώνα. Αγώνα από την Σουηδία κι από τα κακοτράχαλα σοκάκια του quartier latin. Και ξαφνικά βρήκα και εθνάρχη και μετά κι έναν με ζιβάγκο που ήθελε να κάνει τομές κι άρα διόρισε στα υπουργεία μέχρι και θυρωρούς από πολυκατοικίες και διαβολικά μωρά που ούτε ένα πτυχίο οδοντιατρικής δεν είχαν κουράγιο να στρώσουν τον κώλο τους για να πάρουν.
Σιγά μην κουραστεί η «γενιά των πολιτικών». Που φυσικά δεν έχει σχέση με καμία γενιά του πολυτεχνείου. Διότι η γενιά αυτή υπάρχει και δεν είναι οι βολεμένοι λόγω αυτής. Τιμώ τα παλικάρια που ξεκίνησαν την αντίδραση και που έμειναν μέσα μέχρι τέλους. Διότι όταν το τεθωρακισμένο έπεσε στην πύλη, όλοι αυτοί οι σημερινοί καπηλευτές, την είχαν κάνει στα τηλέφωνα και μοιράζανε οφίτσια. Ενώ οι πραγματικοί έγκλειστοι, είναι ό,τι ήταν και τότε. Καθημερινοί κι άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, που δεν ζήτησαν τίποτα για μιαν εθνική μάχη και για το τριπλό τους σύνθημα. Που ήταν καταδικό τους και δεν ανήκει σε καμιά Ελλάδα. Ίσως και γι’ αυτό εξαφανίζεται σιγά σιγά.
Και πρέπει να θυμόμαστε το πολυτεχνείο διότι μόνο κάτι αντίστοιχο μπορεί και να φέρει <<αύριο>> για τα παιδιά μας. Διότι τα παλικάρια, που χάθηκαν στο πλήθος για να μην έχουν την τύχη του Κολοκοτρώνη στο ελληνικό προτεκτοράτο, είναι ακόμα εδώ και θέλω να ελπίζω ότι δεν είναι μόνο μια χούφτα. Κάτι δίδαξε κι αυτός ο πούστης ο μύθος. Αυτός υπάρχει, κι όχι η ιστορία που έβαλε τους πάντες στο μίξερ και κατηγόρησε την γενιά του πολυτεχνείου. Ειρωνευόμενη τα πάντα και λέγοντας, όπως πάντα, τις μεγαλύτερες αρλούμπες για λαούς κι εθνική αντίσταση. Και πάλι καλά που υπήρξε η 17 Νοέμβρη, η οργάνωση μιλάω, που κράτησε ζωντανή την ημέρα σαν αγώνα. Διότι αλλιώς, όλοι οι νεότεροι, θα νόμιζαν με το πανηγύρι μπροστά στο πολυτεχνείο, ότι τιμάμε κάποιον Εβραίο άγιο από την Καπερναούμ που παλιότερα τον λέγανε Σαούλ. Διότι αυτή είναι η επιδίωξη των πολιτικών εκμετάλλευσης του πολυτεχνείου, αφού χοντροκονόμησαν με την εξαργύρωση του αγώνα άλλων.