Μου ζήτησε σε σχόλιό του ο Φράντισεκ Στάμπαχερ να γράψω μια ανάλυση του ελληνικού ποδοσφαίρου από οικονομική οπτική. Τυχαίνει να την έχω έτοιμη, γιατί την έστειλα πρόσφατα σε κάποιον. Ιδού λοιπόν:
Υπάρχει στα οικονομικά η έννοια του resource curse, η λεγόμενη «κατάρα των πλουτοπαραγωγικών πηγών». Έχει παρατηρηθεί ότι στα κράτη που ανακαλύπτονται πλουτοπαραγωγικές πηγές (όπως πετρέλαιο, χρυσός, διαμάντια κ.λπ.) αντί να υπάρχει ευμάρεια και ανάπτυξη, παρατηρείται υπανάπτυξη κι έλλειμμα δημοκρατίας. Ο λόγος είναι προφανής: όταν αρχίζει να βρέχει λεφτά (από την ανακάλυψη των κοιτασμάτων πρώτων υλών) κάποιοι «μάγκες» συνασπίζονται για να κονομήσουν και στήνουν μια δικτατορία—καταφέρνοντας έτσι να κρατάνε για πάρτη τους των το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων. Όσο ανακαλύπτονται νέα κοιτάσματα και ρέει το χρήμα, η δικτατορία δε χρειάζεται να είναι ιδιαίτερα αιμοσταγής: πετάει και κανένα ψίχουλο στο πόπολο, το οποίο είναι πανευτυχές γιατί μέχρι χτες δεν είχε να φάει. Όταν όμως πέσει η τιμή του πετρελαίου, π.χ., και μικρύνει η πίττα, οι δικτάτορες δε δέχονται να μειωθεί αντίστοιχα και το δικό τους κομμάτι. Αυτοί όσο έπαιρναν θα παίρνουν—ας βολευτούν οι άλλοι με το υπόλοιπο. Ταυτόχρονα ξεσηκώνεται και το πόπολο που είχε καλομάθει τόσα χρόνια και για το οποίο δεν πέφτουν πια ψίχουλα από το τραπέζι. Έτσι φτάνουμε σε καταστάσεις εμφυλίου πολέμου, που βέβαια μικραίνουν ακόμη περισσότερο την πίττα κ.ο.κ.
Η ανάλυση αυτή μπορεί να εφαρμοστεί και στην περίπτωση της Ελλάδας μετά το 1981 (με την τότε ΕΟΚ στο ρόλο της πλουτοπαραγωγικής πηγής, αφού οι επιδοτήσεις για χρόνια ανέχονταν περίπου σε 10% του ΑΕΠ ετησίως και με τον Ανδρέα Παπανδρέου στο ρόλο του «δικτάτορα»), αλλά και στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Το «κοίτασμα πετρελαίου» που ανακαλύφθηκε, όχι μόνο στο ελληνικό αλλά και στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, ήταν τα τηλεοπτικά δικαιώματα που εκτόξευσαν τον τζίρο σε μια οικονομική δραστηριότητα που, ως τότε, ήταν περιθωριακή. Ο πρώτος «δικτάτορας» του ελληνικού ποδοσφαίρου της νέα εποχής ήταν, βέβαια, ο Σωκράτης Κόκκαλης. Οι Βαρδινογιάννηδες και οι Γουλανδρήδες μέχρι τότε ήταν «ερασιτέχνες»: ναι, ήθελαν να κερδίζουν τίτλους, ναι θα έκαναν και το «κάτι παραπάνω» για να κερδίσουν, αλλά δε θα ερχόταν και το τέλος του κόσμου αν έχαναν το πρωτάθλημα. ‘Έτσι έφτασε να πάρει πρωτάθλημα μέχρι κι η Λάρισα.
Ο Κόκκαλης διόρισε λοιπόν αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων το Θωμά Μητρόπουλο, έκαναν το πραξικόπημα το 1996 στην Αλεξανδρούπολη και μαζί άρχισαν να διοικούν τη μικρή αφρικανική χώρα που λέγεται ελληνικό ποδόσφαιρο. Επειδή τα λεφτά ήταν πολλά (θυμίζω ότι, για κάποια χρόνια, και ο δεύτερος έπαιζε κατευθείαν ομίλους Τσάμπιονς Λιγκ) ο Κόκκαλης άφηνε και κανένα ψίχουλο να πέφτει από το τραπέζι (έτσι πήρε το πρωτάθλημα ο Παναθηναϊκός το 2004) ή, εν πάση περιπτώσει, άφηνε να υπάρχει η ελπίδα ότι μπορεί να πέσει κανένα ψίχουλο (έτσι έφτασε κι η ΑΕΚ κοντά στο πρωτάθλημα μια-δυο φορές). Σε κάθε περίπτωση όμως, τα ψίχουλα ήταν πολύ λιγότερα απ’ αυτά που άφηναν να πέφτουν οι προηγούμενοι.
Έτσι φτάνουμε στο 2010 και την αντεπανάσταση του Νίκου Πατέρα. Η παραγωγή της πετρελαιοπηγής του ελληνικού ποδοσφαίρου είχε, λόγω της οικονομικής κρίσης, αρχίσει να μειώνεται. Από την άλλη, η κρίση είχε οδηγήσει την άλλη δικτατορία, την UEFA, να δίνει μεγαλύτερο κομμάτι της πίττας του Τσάμπιονς Λιγκ στις μεγάλες ξένες ομάδες (θυμίζω ότι το 2008 τα βρήκαν η G-14 και η UEFA): τα λεφτά για τον δεύτερο στο ελληνικό ποδόσφαιρο είχαν πια μειωθεί δραματικά. Τα ψίχουλα δεν έφταναν πια ούτε για την επιβίωση. Ο θάνατός σου η ζωή μου. Η αντεπανάσταση αρχίζει να γίνεται αιμοσταγής.
Ο Κόκκαλης, πάντα έξυπνος και διορατικός, το βλέπει το έργο και την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια. Ο Μαρινάκης που έρχεται, ξέρει ότι δεν μπορούν να επιβιώσουν και ο ίδιος και ο Πατέρας. Η μάχη γίνεται αδυσώπητη. Επικρατεί ο Μαρινάκης κι η δικτατορία γίνεται αιμοσταγής: δεν αρκεί μόνο να παίρνεις τα πρωταθλήματα, πρέπει και να εξουδετερώσεις τελείως τον αντίπαλο. Να του αφαιρέσεις και την ελπίδα ακόμη, γιατί όσο έχει ελπίδα μπορεί να κάνει κι άλλη επανάσταση. Τα ψίχουλα εκμηδενίζονται—και λόγω κρίσης, αλλά και γιατί θέλουμε να κρατάμε τον άλλον στην πείνα για να δηλώνει υποταγή (όπως έγινε και με την ΑΕΚ σε κάποιες περιπτώσεις). Τα ψίχουλα μπορούν εξάλλου να χρησιμοποιηθούν για να αγοράσει όπλα ο αντίπαλος: διαιτητές, ΕΠΣ, υπουργούς. Όσο για παιδιόθεν φιλίες μεταξύ παραγόντων κ.λπ. αυτά είναι ιστορίες για μικρά παιδιά: στις δικτατορίες συχνά ο νέος δικτάτορας ήταν έμπιστος του παλιού, κι εν συνεχεία τον καθάριζε.
Δεν ήταν άρα ο Κόκκαλης «φωτισμένος» δικτάτορας κι ο Μαρινάκης «σκοταδιστής». Οι εποχές είναι απλά διαφορετικές. Η μόνη διαφορά μεταξύ των δύο είναι ότι ο πρώτος ήταν διορατικός. Ίσως μάλιστα ο Μαρινάκης να ήξερε και πιο πολύ μπάλα, όπως αποδεικνύουν και τα αποτελέσματά του στην Ευρώπη.
Σήμερα, στο ελληνικό ποδόσφαιρο μαίνεται ένας εμφύλιος. Το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι στη φάση που είναι σήμερα η Συρία ή η Λιβύη. Φάγαμε τον Μαρινάκη (τον Σαντάμ ή τον Καντάφι) και τώρα μαίνεται ο εμφύλιος. Το να προσπαθείς να επικρατήσεις σ’ αυτό τον πόλεμο είναι απλά τρέλα: κάποια στιγμή θα σε φάνε. Αν δεν είσαι ικανός, πριν επικρατήσεις. Αν είσαι, αμέσως μετά. Μαθηματικά: οι ηττηθέντες δεν έχουν άλλη επιλογή. Δε φτάνει η πίττα για όλους—έχετε παρατηρήσει, ας πούμε, πόσα κυκλώματα εκβιαστών και τοκογλύφων έχουν εξαρθρωθεί από τότε που άρχισε η κρίση; Έγινε άραγε η αστυνομία πιο αποτελεσματική, ή απλά τους δίνουν οι αντίπαλες συμμορίες;
Μάλιστα, όσο πιο αδίστακτος υπήρξες στην προσπάθειά σου να επικρατήσεις, τόσο πιο αδίστακτοι θα γίνουν κι οι αντίπαλοί σου για να σε ανατρέψουν: δεν έχουν άλλη επιλογή, γιατί αν δεν είναι περισσότερο αδίστακτοι από σένα, θα τους καθαρίσεις εσύ. Όπως μου είχε πει κι ο Μάκης ο Ψωμιάδης, όταν τον είδα για τελευταία φορά στο διάδρομο του Εφετείου: “αυτοί (ο Μελισσανίδης κι ο Μαρινάκης) θα φύγουν κι οι δυο από το ποδόσφαιρο. Ο πόλεμος δεν έχει νικητές». Απλές σκέψεις, που καμιά φορά τις αγνοούμε μες στον αχό της μάχης.
Σε τι συμπέρασμα οδηγεί όλη αυτή η ανάλυση; Σε κανένα. Αυτή είναι, απλά, η δική μου ανάγνωση της πραγματικότητας. Μπορεί να συμφωνεί ή να διαφωνεί κανείς μ’ αυτήν. Ακόμη κι αν συμφωνεί όμως, το πώς τοποθετείται ο καθένας απέναντι στην πραγματικότητα αυτή είναι αποκλειστικά δική του υπόθεση.
Ο Λεωνίδας, γνωρίζοντας ότι είχε να αντιμετωπίσει χιλιάδες Πέρσες στις Θερμοπύλες, έμεινε στη θέση του. Άλλοι που βρέθηκαν στην ίδια ακριβώς θέση κι είχαν την ίδια ακριβώς ανάγνωση της πραγματικότητας, το έβαλαν στα πόδια. Και οι δύο στάσεις είναι κατανοητές, αν και η πρώτη είναι προφανώς και αξιέπαινη. Αυτό που είναι γελοίο είναι να βρίσκεσαι στις Θερμοπύλες, να είναι χιλιάδες Πέρσες απέναντι κι εσύ να μη θες να αναγνωρίσεις την πραγματικότητα: να λες, έλα μωρέ, δέκα μαλάκες είναι, θα τους καθαρίσουμε εύκολα.
Αν υπάρχει κάποια διέξοδος, κάποιο φως στο τούνελ; Πάντα υπάρχει, η ζωή δεν έχει αδιέξοδα. Κατά τη γνώμη μου η λύση στο ποδόσφαιρο (όπως και στις χώρες που μαίνεται ο εμφύλιος) είναι η σταδιακή αποδυνάμωση των επικεφαλής των αντιμαχόμενων φατριών και η ανασύσταση της «δημοκρατίας»—όπου «δημοκρατία» διάβαζε ένα σύστημα κανόνων που είναι σεβαστοί από όλους και στόχο έχουν η πίττα να μοιράζεται σχετικά δίκαια.
Ας δούμε και τι έγινε στην UEFA και τη FIFA: ο λόγος που οι εκεί νταραβεριτζήδες άρχισαν να τρώγονται μεταξύ τους δεν είναι βέβαια ότι επεκράτησε η ηθική (εξάλλου, οι νέοι, τάχαμου ηθικοί, παράγοντες ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις υπασπιστές των παλιών). Ο λόγος ήταν ότι είχαμε κι εκεί την «κατάρα των πλουτοπαραγωγικών πηγών». Επειδή η κρίση έχει αρχίσει και στον υπόλοιπο κόσμο, τα ψίχουλα που πετούσε από το τραπέζι η χούντα του Μπλάτερ δεν επαρκούσαν: ο εμφύλιος άρχισε.
Αντίστοιχα συμπτώματα βλέπεις και στα άλλα μεγάλα πρωταθλήματα: η επιτυχία της Λέστερ ίσως είναι ένα τέτοιο. Οι «μεγάλοι» έφτιαξαν τους κανόνες έτσι ώστε τα τηλεοπτικά δικαιώματα να μη μοιράζονται σχετικά ισομερώς (όπως γίνεται στην Αμερική, π.χ. με το NBA και το NFL). Αποτέλεσμα, λόγω διαφοράς στο μπάτζετ, ο μικρός να μην έχει ελπίδα να χτυπήσει πρωτάθλημα στα ίσα. Αρχίζει, λοιπόν, σιγά-σιγά ο ανταρτοπόλεμος, η ανυπακοή στους άδικους κανόνες των «μεγάλων» από τους «μικρούς».
Ίσως έτσι εξηγείται το γεγονός ότι πέντε από τα δεκαπέντε ταχύτερα σπριντ στην Premier League πέρσι έγιναν από παίκτες της Λέστερ (βλ. εδώ, π.χ., καμία άλλη ομάδα δεν είχε πάνω από δύο παίκτες στη δεκαπεντάδα και βέβαια οι παίκτες της Λέστερ πρόπερσι δεν υπήρχαν πουθενά). Να σημειώσουμε επίσης ότι «η Λέστερ [ήταν] 18η στην κατοχή με 44.7%, τελευταία στην ευστοχία στις μεταβιβάσεις με 70% και 5η στις μακρινές μπαλιές με 73 ανά αγώνα. Στα σουτ στο τέρμα [ήταν] 7η. Που [ήταν] πρώτη; Στα τάκλινγκ φυσικά, με 23 ανά παιχνίδι»). Βέβαια, η επιτυχία στα τάκλινγκ απαιτεί ένα μόνο πράγμα: ταχυδύναμη, εκρηκτικότητα. Κάτι το οποίο ελάχιστα βελτιώνεται με την προπόνηση. Όπως και το σπριντ.
Να σημειώσουμε εδώ ότι υπάρχει μια νέα μέθοδος ντόπινγκ με τη χρήση «πεπτιδίων», τα οποία είναι σχεδόν αδύνατο να ανιχνευθούν. Βγήκε στην επιφάνεια μετά το θάνατο από καρκίνο ενός παίκτη του ράγκμπι στην Αυστραλία, όταν αποδείχθηκε ότι η χρήση ήταν ευρύτατη. Ερωτηματικά υπάρχουν και στο ελληνικό ποδόσφαιρο: ποτέ δε μάθαμε τι ακριβώς έπαθε ο Ολαϊτάν, ενώ ενδιαφέρον έχουν τα στατιστικά του Ολυμπιακού πριν και μετά τη στιγμή που ο παίκτης έπεσε κάτω. Γνωστές είναι εξάλλου και οι συνομιλίες για τις «φυσούνες», ενώ τυχαίνει να γνωρίζω από πρώτο χέρι τα αποτελέσματα από εργομετρικά τεστ παίκτη που σήμερα μεγαλουργεί και τα οποία σε καμία περίπτωση δε συνάδουν με τη μετέπειτα εξέλιξή του. Για να τα λέμε όλα, να αναφέρουμε ότι και στην ΑΕΚ πασίγνωστος προπονητής στίβου χορηγούσε άγνωστης σύνθεσης χάπια στους παίκτες (τα οποία μετέπειτα ποδοσφαιρικός παράγοντας προς τιμήν του πετούσε κρυφά στην τουαλέτα).
Αν συνεπώς έχει δίκιο ο Βενγκέρ που πρόσφατα είπε ότι «δεν έχω κάνει ποτέ ενέσεις στους παίκτες μου για να τους κάνω καλύτερους. Ποτέ δεν τους έδωσα κάτι που θα βελτίωνε την απόδοσή τους και είμαι υπερήφανος γι’ αυτό. Έχω παίξει αντίπαλος με αρκετές ομάδες που δεν είχαν την ίδια άποψη», υπάρχει κι άλλο ένα ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπίσει κάποιος που θέλει την «εφήμερη χαρά». Γιατί, το να βρεις πεπτίδια δεν είναι δύσκολο (πωλούνται online, π.χ. εδώ) αλλά καμιά φορά οδηγούν στο να πάθει καρκίνο ο παίκτης σου. Α, να σημειώσουμε κι ότι κι η Ατλέτικο Μαδρίτης, που ανταγωνίζεται στα ίσα τα τελευταία χρόνια ομάδες με πολλαπλάσιο μπάτζετ, όπως η Ρεάλ κι η Μπαρτσελόνα, είχε στη σύνθεσή της τρεις από τους έξι παίκτες που έτρεξαν τα περισσότερα μέτρα ανά λεπτό συμμετοχής στο περσινό Champions League—ο ένας μάλιστα στην ηλικία των 33 ετών!
Που οδηγούν όλ’ αυτά; Στο συμπέρασμα ότι βρισκόμαστε σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία οι πετρελαιοπηγές έχουν αρχίσει να στερεύουν και στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, κι όχι μόνο στο ελληνικό, στο οποίο η κρίση ήρθε κάποια χρόνια νωρίτερα.
εξαιρετικη αναλυση… επιμενω παντως πως πρεπει να σκεφτεις να γραψεις ενα βιβλιο γυρω απο ολα αυτα.
Και να γραφεις πιο συχνα, οχι μονο για λογους intellectual curiosity αλλα και γιατι δεν βριζεις χυδαια και δεν μας τα πρηζεις για το ποσο πετυχημενος εισαι. (Η επιτυχια ειναι φυσικα κατι σχετικο και πολλοι βασιμα ή λιγοτερο βασιμα μπορουν να ισχυριστουν οτι τους αφορα, ειτε το εκμυστηρευονται στον ευατο τους, ειτε το ουρλιαζουν). By the way, σου ειχα στειλει στο επαγγελματικο σου mailbox ενα email πριν απο μηνες, επειδη ετυχε να εχω ερθει τωρα στην Ελλαδα για καποιες μερες αν ειχες τον χρονο θα χαρω να τα πουμε και απο κοντα.
@ Φράντισεκ Στάμπαχερ
Δεν το πήρα ποτέ το email σου, θα πήγε σε κανένα spam. Μετά χαράς όταν είσαι εδώ. Αν θες, δώσε μου το email σου και θα σου στείλω εγώ ένα mail και το κινητό μου. Βάλε το εδώ και μετά το σβήνεις.