Συνέβη παραμονή Χριστουγέννων. Μπροστά σε μια καλοστολισμένη βιτρίνα κάποιου κλειστού πλέον καταστήματος, στέκεται ένας άνθρωπος. Πέτα σηκωμένα. Δυνατό κρύο. Το χιόνι πέφτει άφθονο. Βρισκόμαστε σε μια μεγαλούπολη της Αμερικής. Ο άνδρας κοιτάζει με θλίψη. Δεν πρόλαβε να χαρεί ξοδεύοντας, ή δεν είχε χρήματα να αγοράσει; Ποιος ξέρει. Κρατάω το ότι ήταν καλοντυμένος. Καμία σχέση με κλοσάρ.Η νύχτα προβλέπεται μακριά. Θα πρέπει να ρεβεγιονάρει. Μόνος του. Τόσο οδυνηρό, αλλά και τόσο καλό. Στην Αμερική δεν υπάρχουν φιλίες. Τα φιλικά καλέσματα είναι ψεύτικα, ή για να προωθηθούν επαγγελματικά συμφέροντα. Είναι μια ζούγκλα που επιβιώνει με τις γνωστές ντόπες. Ποτά, ναρκωτικά και δολοφονική αστυνομία. Έτσι περιορίζεται η βία του ανθρώπου που, ή δεν έχει χρήμα και πλημμυρίζει από ζήλια γι’ αυτόν που έχει, ή έχει, αλλά επειδή τα έχει γευθεί όλα, σαν γνήσια βαριεστημένος, μονίμως φθάνει στα άκρα.
Γιατί όμως περιορίζομαι στην Αμερική; Κι εδώ τα ίδια δεν αρχίζουν σιγά- σιγά να γίνονται. Κι εδώ ρέει άφθονο το ποτό, παντρεμένο με την ψευτιά του λουσάτου ρούχου, του ναρκωτικού και της ψεύτικης ευχής.
Πας στο ρεβεγιόν, πώς να κάτσει μέσα ο Έλληνας; Έχεις να δεις τον διπλανό κάτι μήνες. Πλησιάζει και σε ρωτάει «Είσαι καλά;» Τι να του πεις; «Ρε μαλάκα, αν δεν ήμουν καλά, εδώ θα ήμουν;». Κι αυτό, αν είσαι καλά. Αν έχεις κάποιο πρόβλημα, μ’ αυτόν θα το μοιραστείς, που έχεις να τον δεις τόσο καιρό, και μάλιστα τώρα, στο ρεβεγιόν επάνω;
Διότι πραγματικά πρέπει να είσαι πολύ ηλίθιος για να παίζεις τον χαρούμενο μέσα σ’ ένα καραγκιοζ μπερντέ περιβάλλον. Να σε δουλεύει ο δημόσιος τομέας με τους φωτισμένους δρόμους και τα ιπτάμενα στολίδια, που είναι ίδια μ’ εκείνα του Πάσχα. Να σε δουλεύει η θρησκεία ότι τώρα γεννήθηκε. Να σε δουλεύουν τα σπίτια που στολίζονται για να κρύψουν το δράμα που κρύβει το καθένα. Να σε δουλεύουν οι οικολόγοι, που αυτόν τον καιρό που πολλαπλασιάζεται η κατανάλωση του ρεύματος, δεν τους απασχολεί τίποτα. Ούτε ο καρκίνος από τα εργοστάσια της ΔΕΗ που τριπλασιάζεται στην Πτολεμαίδα, ούτε τα έλατα που στέκονται δεμένα από τους γύφτους στην Αχαρνών και στην Αλεξάνδρας.
Mπορώ να γίνω ευτυχισμένος με τα πιο απλά πράγματα
και με τα πιο μικρά..
Και με τα καθημερινότερα των καθημερινών.
Μου φτάνει που οι εβδομάδες έχουν Κυριακές.
Μου φτάνει που τα χρόνια φυλάνε Χριστούγεννα για το τέλος τους.
Που οι χειμώνες έχουν πέτρινα, χιονισμένα σπίτια.
Που ξέρω ν’ ανακαλύπτω τα κρυμμένα πετροράδικα στις κρυψώνες τους.
Μου φτάνει που μ’ αγαπάνε τέσσερις άνθρωποι.
Πολύ…
Μου φτάνει που αγαπάω τέσσερις ανθρώπους.
Πολύ…
Που ξοδεύω τις ανάσες μου μόνο γι’ αυτούς.
Που δεν φοβάμαι να θυμάμαι.
Που δε με νοιάζει να με θυμούνται.
Που μπορώ και κλαίω ακόμα.
Και που τραγουδάω… μερικές φορές…
Που υπάρχουν μουσικές που με συναρπάζουν.
Και ευωδιές που με γοητεύουν…
Οδυσσέας Ελύτης