ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΑΠΗΤΟ KOREAS

ΤΙΜΩΝ Ή ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΟΣ

 

 

 

 

Ένας ακόμη σατιρικός διάλογος του Λουκιανού, όπου είναι έντονες και εμφανείς οι επιρροές του από την κωμωδία, καθώς το πρόσωπο του Τίμωνα είχε εμπνεύσει και γνωστούς κωμωδιογράφους, όπως ο Φρύνιχος και ο Μένανδρος, να πλάσουν το χαρακτήρα του δύστροπου μισάνθρωπου. Στο επίκεντρο του έργου η αχαριστία του ανθρώπου, και πρωταγωνιστής ένας Αθηναίος, ο Τίμων, που έχασε την περιουσία του, και εξαιτίας της αχαριστίας και της υποκρισίας των ανθρώπων που τον περιτριγύριζαν, αλλά τον εγκατέλειψαν μόλις έμεινε φτωχός, έγινε μισάνθρωπος. Ωστόσο, χάρη στην εύνοια των θεών ανακαλύπτει ένα θησαυρό και βρίσκεται εκ νέου περικυκλωμένος από τους «φίλους» που τον είχαν εγκαταλείψει και τους διάφορους κόλακες. Το έργο θεωρείται από τα αριστουργήματα του Λουκιανού και με τη σειρά του αποτέλεσε έμπνευση για μεταγενέστερους συγγραφείς, όπως ο Σαίξπηρ και ο Μολιέρος.

 

 

 

Αφιερωμένο σε όλα τα παιδιά του blog, …Το φως του φεγγαριού και η σκιά του ήλιου…

 

 

 

Ιδιαίτερα αφιερωμένο για την παρέα που μας κρατούν με τα γραπτά τους:

 

  • Στο Steven, το γάτο, την πένα, το ρεαλιστή, το μοναχικό καβαλάρη

 

 

  • Στο the snitch τη ψυχή, τον ευθύ, τον ελεύθερο, τον ταξιδιώτη

 

 

 

  • Στον πίσσα και πούπουλα στη φωνή της αμφισβήτησης, τον ιδιαίτερο, τον περπατημένο, τον άλλο μας εαυτό

 

 

 

Μεσολόγγι, 25 Μάη 2017

 

ΑΕΚ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΗ

 

 

Τίμων

  1. Δία, προστάτη της φιλίας και της φιλοξενίας, της συντροφιάς και του οίκου, εσύ που ρίχνεις αστραπές, προστάτη των όρκων, εσύ που συγκεντρώνεις τα σύννεφα, βροντές, κι ότι άλλο σε αποκαλούν οι εμβρόντητοι ποιητές – ιδίως όταν δυσκολεύονται με το μέτρο γιατί τότε, παίρνοντας πολλά ονόματα, υποστηρίζεις το χωλό μέτρο κι αναπληρώνεις τα χάσματα του ρυθμού – , που είναι τώρα η τρομερή αστραπή σου κι η ηχηρή βροντή σου κι ο σφοδρός, απαστράπτων και φρικαλέος κεραυνός σου; Όλα αυτά αποδεικνύονται απλώς φλυαρίες και καπνός των ποιητών, εκτός από τον πάταγο των λέξεων. Και το περίφημο, εκηβόλο όπλο σου, που έχεις πάντα έτοιμο, δε ξέρω πως έσβησε τελείως κι είναι κρύο, χωρίς να κρατάει ούτε μια σπίθα οργής ενάντια στους άδικους.
  2. Πιο εύκολα θα φοβόταν μια σβηστή θρυαλλίδα ένας επίορκος παρά τη φλόγα του πανδαμάτορα κεραυνού: είναι σαν να τους φοβερίζεις με δαυλό, απ΄ τον οποίο δεν φοβούνται ούτε τη φωτιά ούτε τον καπνό, αλλά το μόνο τραύμα που νομίζουν ότι θα υποστούν είναι ότι θα γεμίσουν κάρβουνα. Γι αυτό κι ο Σαλμωνέας ήδη τόλμησε να μιμηθεί τις βροντές σου, άνδρας παράτολμος και καυχηματίας απέναντι στη χλιαρή οργή του Δία, και δεν τα καταφέρνει κι άσχημα. Γιατί όχι άλλωστε; Αφού κοιμάσαι σαν ναρκωμένος απ’ το μανδραγόρα κι ούτε τους επίορκους ακούς ούτε τους άδικους βλέπεις, τα μάτια σου γέμισαν τσίμπλες και δε βλέπεις τι γίνεται, και βαριακούς, όπως οι γέροι.
  3. Όταν ήσουν νέος ακόμη και οξύθυμος και η οργή σου ήταν ακμαία, έκανες πολλά εναντίον των αδίκων και των βίαιων και ποτέ δεν έκανες ανακωχή μαζί τους, αντίθετα ο κεραυνός σου ήταν πάντα ενεργός, η αιγίδα σου σειόταν, έκανε πάταγο η βροντή σου κι εξακόντιζες την αστραπή σου συνεχώς σαν σε ακροβολισμό` οι σεισμοί κοσκίνιζαν τη γη, το χιόνι έπεφτε σωρός και το χαλάζι σαν πέτρες, και για να σε ζαλίσω περισσότερο, οι βροχές ραγδαίες και βίαιες, κάθε σταγόνα τους ποτάμι1 έτσι και τον καιρό του Δευκαλίωνα έγινε τέτοιος κατακλυσμός μέσα σε ελάχιστο χρόνο, που όλα βυθίστηκαν κάτω απ το νερό εκτός μόνο από μια κιβωτό που σώθηκε με δυσκολία και στάθηκε στη Λυκωρεία` εκεί διαφυλάχθηκε μικρό σπέρμα ζωής, για να δώσει επιγόνους χειρότερους από τους προηγούμενους.
  4. Και φυσικά η ραθυμία σου αντίστοιχη απάντηση παίρνει απ αυτούς, καθώς ούτε σου θυμίζει πια κανένας ούτε στεφανώνουν τα αγάλματα σου, εκτός κι αν τύχει να το κάνει κάποιος στους Ολυμπιακούς αγώνες, κι αυτούς χωρίς να θεωρεί ότι πράττει κάτι αναγκαίο, αλλά ακολουθώντας την αρχαία συνήθεια` και σιγά-σιγά σε κάνουν Κρόνο, γενναιότατε μεταξύ των Θεών, στερώντας σου τις τιμές. Παραλείπω πόσες φορές έχουν συλήσει το ναό σου` μέχρι και στο άγαλμα σου στην Ολυμπία έβαλαν χέρι, κι εσύ ο υψιβρεμέτης δίστασες ή τα σκυλιά να ξεσηκώσεις ή τους γείτονες να φωνάξεις σε βοήθεια, για να τους συλλάβουν την ώρα που ετοιμάζονταν να φύγουν` εσύ ο γενναίος, ο εξολοθρευτής των Γιγάντων και των Τιτάνων ο νικητής, κάθισες να σου κόψουν τους πλοκάμους σου, ενώ κρατούσες δεκάπηχυ κεραυνό στο δεξί σου χέρι. Πότε λοιπόν, θαυμάσιε, θα πάψει αυτή σου η αδιαφορία; Πότε θα τιμωρήσεις την τόση αδικία; Πόσοι Φαέθοντες ή Δευκαλίωνες αρκούν για τέτοια πλημμύρα ύβρεως;
  5. Και για ν αφήσω τα κοινά και να μιλήσω για τα δικά μου. Τόσους Αθηναίους ανέδειξα, κάνοντας τους από πάμφτωχους πλούσιους και βοηθώντας όλους όσοι είχαν ανάγκη, σκόρπισα τα πλούτη μου, για να ευεργετήσω τους φίλους μου, και τώρα που για όλα αυτά έγινα φτωχός, δε με ξέρουν πια ούτε γυρνούν να με κοιτάξουν αυτοί που πριν ζάρωναν μπροστά μου και με προσκυνούσαν και κρεμόντουσαν από ένα νεύμα` αν τύχει να συναντήσω κανέναν τους στο δρόμο που περπατώ, περνούν από μπροστά μου σαν να είμαι επιτύμβια στήλη παλιού νεκρού, πεσμένη από το χρόνο, κι ούτε την επιγραφή δεν διαβάζουν. Άλλοι με βλέπουν από μακριά κι αλλάζουν δρόμο, θεωρώντας ότι θα είναι κακό συναπάντημα κι αποτρόπαιο θέαμα ο πρόσφατος σωτήρας κι ευεργέτης τους.
  6. Σ αυτή την εσχατιά κατέφυγα λοιπόν εξαιτίας των συμφορών, φόρεσα δέρματα και δουλεύω τη γη ως εργάτης για τέσσερεις οβολούς τη μέρα, φιλοσοφώντας δίπλα στην ερημία και στο δικέλλι. Εδώ τουλάχιστον νομίζω πως αυτό θα κερδίσω, ότι δεν θα βλέπω πολλούς να ευτυχούν ανάξια` γιατί αυτό είναι πιο ενοχλητικό. Καιρός να ξυπνήσεις λοιπόν, γιε του Κρόνου και της Ρέας, από το βαθύ και γλυκό ύπνο – γιατί κοιμάσαι πιο πολύ καιρό κι από τον Επιμενίδη` άναψε ξανά τον κεραυνό σου ή φούντωσε τον με μεγάλη φλόγα από την Αίτνα, και δείξε οργή αρρενωπού και νεανικού Δία, εκτός αν αληθεύουν αυτά που λένε οι Κρητικοί για σένα και για την εκεί ταφή σου.

 

Δίας

  1. Ποιος είναι, Ερμή, αυτός που φωνάζει από την Αττική στους πρόποδες του Υμηττού, ρυπαρός όλος κι άπλυτος, ντυμένος με τομάρι; Νομίζω, σκάβει σκυφτός` άνθρωπος φλύαρος και θρασύς. Φιλόσοφος θα είναι, αλλιώς δε θα ξεστόμιζε τόσο ασεβή λόγια εναντίον μας.

 

Ερμής

Τι λες, πατέρα; Δε ξέρεις τον Τίμωνα το γιο του Εχεκρατίδη από τον Κολυττό; Αυτός που πολλές φορές μας έκανε το τραπέζι με τέλειες θυσίες, που είχε πρόσφατα πλουτίσει, που μας πρόσφερε πλήρεις εκατόμβες και στο σπίτι του συνηθίζαμε να γιορτάζουμε λαμπρά τα Διάσια;

 

Δίας

Τι αλλαγή! Εκείνος ο ωραίος, ο πλούσιος, που γύρω του είχε μαζεμένους τόσους φίλους; Τι έπαθε κι είναι έτσι, ηλιοκαμένος, σε άθλια κατάσταση, σκαφτιάς και μισθωτός εργάτης, καθώς φαίνεται, που χτυπάει τόσο δυνατά την αξίνα;

 

Ερμής

  1. Για να το πούμε έτσι, τον κατέστρεψε η καλοσύνη κι η φιλανθρωπία του κι ο οίκτος του για όλους όσοι είχαν ανάγκη` η αλήθεια είναι ότι φάνηκε ανόητος, αφελής και άκριτος με του φίλους του, αφού δεν κατάλαβε ότι έκανε χάρες σε κόρακες και λύκους, αλλά ενώ τόσοι γύπες του κατασπάραζαν το συκώτι, αυτός νόμιζε ότι ήταν φίλοι και σύντροφοι, που χαίρονταν το φαγητό μόνο από φιλία προς αυτόν` κι αφού τον γύμνωσαν μέχρι τα κόκκαλα και του ρούφηξαν ως και το μεδούλι, τον στράγγιξαν κι έφυγαν αφήνοντας τον σαν δέντρο ξερό και κομμένο από τη ρίζα. Και κάνουν πια πως δεν τον γνωρίζουν ή πως δεν τον βλέπουν – από πού κι ως που; – ούτε τον βοήθησαν ούτε του πρόσφεραν κάτι με τη σειρά τους. Γι αυτό σκάβει και φοράει δέρματα, όπως βλέπεις, εγκαταλείποντας από ντροπή την πόλη και για ένα μισθό καλλιεργεί τη γη, μελαγχολώντας για τα κακά, γιατί όσοι πλούτισαν χάρη σε αυτόν τον προσπερνούν υπεροπτικά, κάνοντας πως ούτε το όνομά του ξέρουν, αν τον λένε Τίμωνα ή όχι.

 

Δίας

  1. Δεν πρέπει να αδιαφορήσουμε για τον άνθρωπο ούτε ν αμελήσουμε` γιατί δίκαια αγανακτεί με τη δυστυχία του` θα είμαστε όμοιοι μ εκείνους τους καταραμένους κόλακες, αν ξεχάσουμε άνθρωπο που έκαψε στους βωμούς για χάρη μας τόσους λιπαρότατους μηρούς ταύρων και κατσικιών` ακόμη έχω στα ρουθούνια μου την κνίσα τους. Αλλά εξαιτίας των ασχολιών μου και του πολλού θορύβου των επιόρκων, των βίαιων και των αρπάγων, αλλά κι από φόβο για τους ιερόσυλους – γιατί είναι πολλοί και δύσκολα φυλάγεσαι απ αυτούς και δεν μ αφήνουν ούτε μια στιγμή να κλείσω τα μάτια μου – πολύ καιρό τώρα δεν έριξα ούτε μια ματιά στην Αττική, ιδίως από τότε που η φιλοσοφία και οι έριδες των λόγων εγκαταστάθηκαν εκεί` έτσι που μάχονται μεταξύ τους και φωνάζουν δεν μπορώ ούτε τις προσευχές ν ακούσω` πρέπει λοιπόν ή να καθίσω με φραγμένα τα αφτιά μου ή να με ξεκάνουν με τις φλύαρες κραυγές τους για κάποια αρετή και για τα ασώματα. Γι αυτό και συνέβη να τον παραμελήσω αυτόν, ενώ δεν ήταν κακός απέναντί μας.
  2. Όμως , Ερμή, πάρε μαζί σου τον Πλούτο και πήγαινε γρήγορα σ αυτόν; Ο Πλούτος να πάρει μαζί του και το Θησαυρό και να μείνουν κι οι δυο τους κοντά στον Τίμωνα και να μη φύγουν εύκολα, ακόμη κι αν από την καλοσύνη του τους διώχνει πάλι από το σπίτι του. Και για εκείνους τους κόλακες και για την αχαριστία που του έδειξαν, θα το ξανασκεφτώ και θα τιμωρηθούν, μόλις επισκευάσω τον κεραυνό μου` γιατί έχουν σπάσει κι έχουν στομώσει οι δυο μεγαλύτερες ακτίνες του, όταν πριν από καιρό τον εξακόντισα με κάπως μεγαλύτερο ζήλο εναντίον του σοφιστή Αναξαγόρα, που προσπαθούσε να πείσει όσους τον άκουγαν ότι εμείς οι θεοί δεν υπάρχουμε καθόλου. Δεν τον πέτυχα όμως – τον προφύλαξε με το χέρι του ο Περικλής – κι ο κεραυνός έπεσε κατά λάθος στο Ανακείο και το κατέκαψε, κι ο ίδιος παρά λίγο να συντριβεί στις πέτρες. Αλλά στο μεταξύ θα είναι αρκετή τιμωρία γι αυτούς να βλέπουν τον Τίμωνα πολύ πλούσιο.
  3. Σπουδαίο το να φωνάζει κανείς δυνατά και να είναι ενοχλητικός και θρασύς. Χρήσιμο όχι μόνο στα δικαστήρια αλλά και σε όσους προσεύχονται` να που τώρα θα γίνει αμέσως πλούσιος από πάμφτωχος ο Τίμων, επειδή φώναξε και μίλησε με παρρησία και τράβηξε την προσοχή του Δία` αν έσκαβε σκυφτός και σιωπηλός, ακόμη θα έσκαβε, χωρίς να του δίνει κανένας σημασία.

 

Πλούτος

Εγώ, Δία σε αυτόν δεν πάω

 

Δίας

Γιατί, άριστε Πλούτε, ενώ έχω δώσει τέτοια εντολή;

 

Πλούτος

  1. Γιατί μα το Δία με προσέβαλλε και μ έδιωχνε και σε πολλούς με μοίραζε, αν και ήμουν πατρικός του φίλος, και μόνο που δε με έβγαλε από το σπίτι του με την τσιμπίδα, όπως όσοι πετάνε απ τα χέρια τους τα κάρβουνα. Πάλι λοιπόν να πάω και να παραδοθώ σε παράσιτους και εταίρες; Στείλε με, Δία , σ εκείνους που θα χαρούν για το δώρο, που θα με περιποιηθούν, σ αυτούς που μ εκτιμούν και με ποθούν: αυτοί οι γλάροι να μείνουν στη φτώχεια, που την προτιμάνε από μένα, και παίρνοντας απ αυτήν δέρμα και αξίνα, ας αρκούνται να ζουν με τέσσερεις οβολούς οι άθλιοι, που άφησαν χωρίς να νοιαστούν δέκα ταλάντων δωρεές.

 

Δίας

  1. Δε θα σου κάνει τίποτα τέτοιο ο Τίμωνας, τον έχει διδάξει πολύ καλά η αξίνα ότι έπρεπε να προτιμάει εσένα από τη φτώχεια, εκτός κι αν δεν πονάει καθόλου η μέση του. Εσύ όμως φαίνεσαι πολύ μεμψίμοιρος, που τώρα κατηγορείς τον Τίμωνα, γιατί σου άνοιξε τις πόρτες και σε άφησε να τριγυρίζεις ελεύθερα χωρίς ούτε να σε κρατά κλεισμένο ούτε να ε ζηλεύει, άλλοτε αγανακτούσες για το αντίθετο, λέγοντας ότι οι πλούσιοι σ έχουν κλεισμένο στα σπίτια τους με μοχλούς και κλειδιά και σφραγίδες , ώστε να μην μπορείς ούτε να βγεις στο φως. Για κάτι τέτοια θρηνούσες μπροστά μου, λέγοντας ότι σε πνίγει το πολύ σκοτάδι, και για αυτό μου φαινόσουν ωχρός και συλλογισμένος, έχοντας τη σύσπαση των δαχτύλων που συνηθίζεται στους υπολογισμούς, κι απειλούσες ν αποδράσεις απ αυτούς, αν έβρισκες την ευκαιρία, και γενικά το πράγμα σου φαινόταν πολύ φοβερό, να μένεις κλεισμένος σε χάλκινο ή σιδερένιο θάλαμο, όπως η Δανάη, και να τρέφεσαι από ακριβείς και παμπόνηρους παιδαγωγούς, τον Τόκο και τον Υπολογισμό.

 

  1. Έλεγες ότι είναι άτοπο να σε αγαπούν υπερβολικά και να μην τολμούν να απολαύσουν, αν και μπορούσαν, και να μη χαίρονται άφοβα την αγάπη τους, αν και την κατείχαν, αλλά να τη φυλάνε άγρυπνοι, κοιτάζοντας ασκαρδαμικτί στη σφραγίδα και στο μοχλό, θεωρώντας αρκετή απόλαυση όχι το μπορούν ο ίδιοι να απολαύσουν αλλά το να μη δίνουν σε κανέναν την απόλαυση, όπως η σκύλα στη φάτνη, που ούτε αυτή τρώει το κριθάρι αλλά ούτε το άλογο αφήνει, αν και πεινάει. Και γελούσες μαζί τους που έκαναν οικονομία και σε φυλούσαν και, το πιο παράδοξο, ζήλευαν τους εαυτούς τους, αγνοούσαν όπως ότι ένας άπιστος υπηρέτης ή ένας τιποτένιος οικονόμος μπαίνοντας κρυφά θα τους αντικαταστήσει στην κλίνη αφήνοντας τον άθλιο κι ανέραστο οικοδεσπότη να αγρυπνάει με τους τόκους μπροστά σε ένα σκοτεινό, μικρόστομο λυχναράκι και στη διψαλέα θρυαλλίδα του. Πώς λοιπόν δεν είναι άδικο ενώ τότε εκείνα κατηγορούσες, τώρα τα αντίθετα να προσάπτεις στον Τίμωνα;

 

Πλούτος

  1. Κι όμως αν εξετάσεις κατά βάθος τα πράγματα, θα δεις ότι και στις δυο περιπτώσεις ενεργώ λογικά, γιατί και του Τίμωνα η μεγάλη αυτή άνεση εύλογα θα φαινόταν σαν αδιαφορία και περιφρόνηση προς εμένα, αυτούς πάλι που με φυλάνε κατάκλειστο μέσα στις πόρτες και στο σκοτάδι, και φρόντιζαν να γίνω ταχύτερος και λιπαρός και υπέρογκος, χωρίς ούτε να αγγίζουν ούτε να με βγάζουν στο φως, για να μη με δει κανένας, τους θεωρούσα ανόητους και υβριστές, γιατί με άφηναν να σαπίζω σε τόσο βαριά δεσμά, αν και δεν τους έκανα κανένα κακό, χωρίς να σκέφτονται ότι ύστερα από λίγο καιρό θα φύγουν αφήνοντας με σε κάποιον άλλο ευτυχή.

 

  1. Δεν επαινώ λοιπόν ούτε εκείνους ούτε τους πολύ ανοιχτοχέρηδες, αλλά όσους τηρούν το μέτρο, που είναι και το άριστο, και ούτε εντελώς απέχουν ούτε με σκορπάνε. Γιατί σκέψου, Δία, για το όνομα του Δία. Αν κάποιος νόμιμα παντρευτεί γυναίκα νέα και όμορφη κι έπειτα ούτε την προσέχει ούτε τη ζηλεύει καθόλου, αφήνοντας τη να πηγαίνει όπου θέλει νύχτα και μέρα και να συναναστρέφεται όποιον θέλει, μάλλον ο ίδιος την οδηγεί στη μοιχεία ανοίγοντας τις πόρτες και συμπεριφερόμενος σαν μαστροπός και καλώντας τους πάντες να την απολαύσουν, θα σου φαινόταν ότι αυτός την αγαπάει; Δεν θα έλεγες αυτό, Δία, εσύ που πολλές φορές αγάπησες.

 

  1. Αν πάλι κάποιος παντρευτεί μια γυναίκα, για να αποκτήσει γνήσια παιδιά, κι έπειτα αυτός ούτε που την ακουμπάει, ενώ είναι ωραία και παρθένος, ούτε σε άλλον επιτρέπει να την κοιτάξει, και την κρατάει κατάκλειστη, στείρα και άγονη, και μάλιστα λέγοντας ότι την αγαπάει και το δηλώνουν αυτό το χρώμα και η λιωμένη σάρκα του και τα βαθουλωμένα μάτια του, μπορεί αυτός να θεωρηθεί παράφρων, που ενώ πρέπει να κάνει παιδιά και να απολαύσει το γάμο, μαραίνει μια τόσο όμορφη κι αξιαγάπητη κόρη, κρατώντας την ισόβια σαν ιέρειας της Θεσμοφόρου; Γι αυτά κι εγώ αγανακτώ: κάποιοι με κλοτσάνε περιφρονητικά και με καταπίνουν λαίμαργα και μ εξαντλούν, ενώ κάποιοι άλλοι με κρατούν δεμένο σαν στιγματισμένο δραπέτη δούλο.

 

Δίας

  1. Γιατί λοιπόν αγανακτείς μ αυτούς; Κι οι δυο τιμωρούνται όπως πρέπει, οι πρώτοι σαν τον Τάνταλο μένουν διψασμένοι και νηστικοί και με ξερό στόμα, χάσκοντας μόνο για το χρυσάφι, ενώ από τους άλλους οι Άρπυιες παίρνουν την τροφή απ το φάρυγγα, όπως και στο Φινέα. Πήγαινε όμως να βρεις τον Τίμωνα, που είναι πλέον πολύ πιο σώφρων.

 

Πλούτος

Θα πάψει ποτέ εκείνος να με σκορπάει σαν από τρύπιο κοφίνι, πριν το γεμίσω εντελώς, θέλοντας να προλάβει την εισροή μήπως και πλημμυρίζοντας πέσω και τον κατακλύσω; Γιατί μου φαίνεται ότι μάταια θα προσπαθώ να γεμίσω τον πίθο των Δαναϊδων, αφού ο πάτος δεν κλείνει, και πριν εισρεύσω σχεδόν θα χύνομαι έξω, τόσο περισσότερο χάσκει ο πάτος του πιθαριού από το στόμιο και είναι ανεμπόδιστη η έξοδος.

 

Δίας

  1. Καλά, αν δε φράξει αυτό το χάσμα κι ανοίξει άλλη μια φορά, θα χυθείς γρήγορα έξω κι αυτός θα ξαναβρεί στον πάτο του πιθαριού το δέρμα και το δικέλλι του. Πηγαίνετε όμως και πλουτίστε τον, κι εσύ, Ερμή, θυμήσου επιστρέφοντας να φέρεις τους Κύκλωπες από την Αίτνα, για ν ακονίσουν και επισκευάσουν τον κεραυνό μου, γιατί γρήγορα θα τον χρειαστούμε κοφτερό.

 

Ερμής

  1. Πάμε Πλούτε. Τι είναι αυτά τώρα; Κουτσαίνεις; Δεν το ήξερα, καλέ μου, ότι εκτός από τυφλός είσαι και κουτσός.

 

Πλούτος

Όχι πάντα, Ερμή, αλλά όποτε με στέλνει ο Δίας να πάω σε κάποιον, δε ξέρω πως, γίνομαι αργός και κουτσός κι από τα δυο πόδια, ώστε μόλις και μετά βίας φτάνω στον προορισμό μου μερικές φορές έχει γεράσει ήδη εκείνος που με περιμένει, ενώ, όταν πρέπει να φύγω, αποκτώ φτερά και γίνομαι πιο γρήγορος και πάω τα όνειρα, μόλις που πέφτει η ύσπληγα κι εγώ έχω ήδη ανακηρυχθεί νικητής, διατρέχοντας μ ένα πήδημα το στάδιο, μερικές φορές χωρίς καν να προλάβουν να με δουν οι θεατές.

 

Ερμής

Ψέματα λες, εγώ μπορώ να σου αναφέρω πολλούς που χτες δε είχαν οβολό ν αγοράσουν σκοινί και σήμερα ξαφνικά, πλούσιοι και πολυτελείς, βγαίνουν επάνω σε άρμα που το σέρνουν δύο λευκά άλογα, ενώ ούτε γαϊδούρι δεν είχαν μέχρι τώρα. Κι όμως περιφέρονται στολισμένοι με πορφύρα και χρυσό, ούτε κι οι ίδιοι πιστεύοντας, νομίζω, ότι δεν είναι όνειρο τα πλούτη τους.

 

Πλούτος

  1. Άλλο αυτό, Ερμή, τότε δεν βαδίζω με τα δικά μου πόδια και δεν με στέλνει ο Δίας σ αυτούς αλλά ο Πλούτωνας, γιατί κι αυτός είναι πλουτοδότης και μεγαλόδωρος, το λέει και τα όνομά του άλλωστε. Όταν λοιπόν πρέπει να μετακινηθώ από τον έναν στον άλλον, με βάζουν σε δέλτο που τη σφραγίζουν προσεκτικά, με σηκώνουν σαν δέμα και με μετακομίζουν, κι ο νεκρός βρίσκεται ξαπλωμένος σε κάποιο σκοτεινό σημείο του σπιτιού σκεπασμένος με παλιό σεντόνι πάνω από τα γόνατα, περιζήτητος στις γάτες, ενώ όλοι ελπίζουν να τον κληρονομήσουν με περιμένουν χάσκοντας στην αγορά, όπως τη χελιδόνα.

 

  1. Σκούζοντας τα μικρά της. Κι όταν αφαιρεθεί η σφραγίδα και κοπεί η κλωστή κι ανοιχτεί η δέλτος κι ανακηρυχθεί ο νέος μου κύριος, είτε είναι συγγενής είτε κόλακας είτε αισχρός δούλος αγαπητός από την παιδική ηλικία, με ξυρισμένο ακόμη το σαγόνι, ως αντάλλαγμα για τις ποικίλες και καθ είδους ηδονές, που μεγάλος ήδη πρόσφερε σ αυτόν, παίρνει μεγάλη αμοιβή, αυτός, όποιος κι αν είναι τέλος πάντων, μ αρπάζει μαζί με τη δέλτο και τρέχει, αλλάζοντας το όνομα του από Πυρρίας ή Δρόμωνας ή Τιβείας λέγεται πλέον Μεγακλής ή Μεγάβυζος ή Πρώταρχος, αφήνοντας εκείνους που μάταια έχασκαν να κοιτάνε ο ένας τον άλλον και στ αλήθεια να πενθούν, γιατί τους ξέφυγε το ψάρι μέσα στα δίχτυα, καταπίνοντας και σχεδόν όλο το δόλωμα. Κι αυτός, πέφτοντας με τα μούτρα πάνω μου, ακαλαίσθητος και παχύδερμος άνθρωπος, που ακόμη τρέμει τα δεσμά και τεντώνει τα αφτιά του, αν κανείς περαστικός τινάξει το μαστίγιο, και προσκυνάει τον μύλο σαν ανάκτορο

 

  1. Γίνεται ανυπόφορος πλέον σ όσους τον συναντούν: προσβάλλει τους ελεύθερους και τους ομόδουλούς του μαστιγώνει, δοκιμάζοντας αν και σ αυτόν επιτρέπεται τέτοια συμπεριφορά, μέχρι που πέφτοντας στα χέρια πορνιδίου ή από την επιθυμία του για ιπποτροφία ή παραδίνοντας τον εαυτό του σε κόλακες που του ορκίζονται ότι είναι ωραιότερος από τον Νιρέα, ευγενέστερος από τον Κέκροπα ή τον Κόδρο, συνετότερος από τον Οδυσσέα, και πλουσιότερος από δέκα Κροίσους μαζί, μέσα σε ελάχιστο χρόνο ο άθλιος σκορπίζει αυτά που μαζεύτηκαν σιγά – σιγά με πολλές επιορκίες, αρπαγές και πανουργίες.

 

Ερμής

  1. Περίπου έτσι συμβαίνει, όπως λες, όταν λοιπόν περπατάς με τα δικά σου πόδια, πως βρίσκεις το δρόμο, ενώ είσαι τυφλός; Ή πώς διακρίνεις ότι είναι άξιοι να πλουτίσουν αυτοί στους οποίος σε στέλνει ο Δίας;

 

Πλούτος

Νομίζεις ότι βρίσκω ποιοι είναι; Καθόλου, μα το Δία, αν ήταν έτσι, δε θα άφηνα τον Αριστείδη, για να πάω στον Ιππόνικο και στον Καλλία και σε πολλούς άλλους Αθηναίους, που δεν αξίζουν ούτε έναν οβολό.

 

Ερμής

Τότε τι κάνεις, όταν σε στέλνει;

 

Πλούτος

Περιπλανιέμαι πάνω κάτω, τριγυρίζοντας μέχρι να συναντήσω κάποιον κατά λάθος, αυτός, όποιος πρώτος με πετύχει, με παίρνει μαζί του και με κρατάει, προσκυνώντας εσένα, τον Ερμή, για το ανέλπιστο κέρδος.

 

Ερμής

  1. Άρα, πλανάται ο Δίας, που νομίζει ότι κατά τη δική του κρίση χαρίζεις πλούτη σε όσους θεωρεί άξιους πλούτου;

 

Πλούτος

Πολύ δίκαια, φίλε μου, αφού ξέρει ότι είμαι τυφλός κι όμως με έστελνε να αναζητώ τόσο δυσεύρετο πράγμα, που έχει προ πολλού εκλείψει από τον κόσμο, το οποίο ούτε ο Λυγκέας δεν θα έβρισκε εύκολα, τόσο σκοτεινό και μικρό που είναι. Επειδή λοιπόν οι καλοί είναι λίγοι, ενώ οι κακοί πάρα πολλοί στις πόλεις και κατέχουν τα πάντα, ευκολότερα συναντώ αυτούς στο δρόμο μου και πέφτω στα δίχτυα τους.

 

Ερμής

Μετά, όταν τους αφήνεις, πως φεύγεις εύκολα, αφού δε ξέρεις το δρόμο;

 

 

Πλούτος

Με κάποιον τρόπο γίνομαι οξυδερκής και γρήγορος μόνο όταν φεύγω.

 

Ερμής

  1. Απάντησε μου και σε αυτό, πώς αν κι είσαι τυφλός – θα έχει ειπωθεί – κι επιπλέων χλωμός και βαρύς στα πόδια, έχεις τόσους εραστές, ώστε να όλοι να σε κοιτάνε, κι αν σε πετύχουν, νομίζουν ότι είναι ευτυχείς, ενώ αν αποτύχουν, δεν αντέχουν να ζουν; Γνωρίζω λοιπόν πολλούς που τόσο απελπίστηκαν από την αδιαφορία σου για τον έρωτα στους, που και σε «βαθύ πόντο» ρίχτηκαν κι «από πελώρια βράχια», νομίζοντας ότι τους αγνοείς, ενώ εσύ δεν μπορούσες καν να τους δεις. Αλλά κι εσύ βέβαια θα συμφωνήσεις, αν κάπως έχεις συνείδηση του εαυτού σου, ότι αυτοί είναι τρελοί αν έχουν χάσει το μυαλό τους για τέτοιο εραστή.

 

Πλούτος

  1. Νομίζεις ότι μπορούν να με δουν όπως είμαι, κουτσό ή τυφλό ή με όσα άλλα ελαττώματα έχω;

 

Ερμής

Μα πώς, Πλούτε, αν δεν είναι κι όλοι αυτοί τυφλοί;

 

Πλούτος

Δεν είναι τυφλοί φίλε μου, αλλά τους συσκοτίζουν η άγνοια και η απάτη, που τώρα κατέχουν τα πάντα, αλλά κι εγώ, για να μην είμαι εντελώς άμορφος, φορώ, πριν τους συναντήσω, ένα ωραιότατο προσωπείο, ολόχρυσο και γεμάτοι πολύτιμους λίθους, και ρούχα ποικιλόχρωμα, κι αυτοί νομίζοντας ότι βλέπουν το πραγματικό μου πρόσωπο, ερωτεύονται την ομορφιά μου και χάνονται, αν δεν μ επιτύχουν. Γιατί, αν κάποιος με γύμνωνε και μ ’έδειχνε σ αυτούς, σίγουρα θα κατηγορούσαν τους εαυτούς τους που τόσο δεν έβλεπαν και ερωτεύθηκαν ανέραστα και άμορφα πράγματα.

 

Ερμής

  1. Κι όταν λοιπόν πλουτίσουν και φορέσουν οι ίδιοι το προσωπείο, ακόμη εξαπατώνται; Κι αν κάποιος τους το αφαιρέσει, πιο εύκολα θα άφηναν το κεφάλι τους ή το προσωπείο; Γιατί βέβαια δεν είναι λογικό και τότε να αγνοούν ότι η ομορφιά είναι επίπλαστη, αφού βλέπουν τα πάντα από μέσα.

 

Πλούτος

Πολλά με βοηθούν σ αυτό Ερμή.

 

Ερμής

Ποια δηλαδή;

 

Πλούτος

Όταν κάποιος με συναντήσει κι αρχικά ανοίξει την πόρτα, για να με υποδεχτεί, μπαίνει κρυφά μέσα μαζί μου η αλαζονεία και η ανοησία και η κομπορρημοσύνη και η μαλθακότητα και η ύβρις και η απάτη και μύρια άλλα κακά, καθώς λοιπόν η ψυχή του καταλαμβάνεται από όλα αυτά, θαυμάζει τα ανάξια θαυμασμού κι επιθυμεί όσα θα έπρεπε ν αποφεύγει, κι εμένα τον πατέρα όλων εκείνων των κακών που μπήκαν με θαυμάζει μαζί με όλους τους δορυφόρους μου και θα υπέμενε όλα τα πάθη, για να μη με χάσει.

 

Ερμής

  1. Πόσο λείος και ολισθηρός είσαι, Πλούτε, και δυσκολοκράτητος κι έτοιμος να φύγεις, κανένας δεν μπορεί να σε πιάσει με σιγουριά αλλά, όπως τα χέλια ή τα φίδια, ξεφεύγεις μέσα από τα δάχτυλα, δε ξέρω πώς, η Πενία αντίθετα είναι κολλώδης και πιάνεται εύκολα και χίλια αγκίστρια φυτρώνουν στο κορμί της, για να πιάνονται αμέσως όσοι την πλησιάζουν και να μην μπορούν εύκολα να ελευθερωθούν. Αλλά έτσι που φλυαρούμε, μας διέφυγε κάτι σπουδαίο.

 

Πλούτος

Ποιο;

 

Ερμής

Ότι δεν πήραμε μαζί μας τον Θησαυρό, τον οποίο κυρίως χρειαζομασταν.

 

Πλούτος

  1. Μην ανησυχείς γι αυτό, πάντα τον αφήνω στη γη, όταν ανεβαίνω σ εσας, με την εντολή να μείνει με κλειστή την πόρτα και να μην ανοίγει σε κανέναν, αν δεν ακούσει τη φωνή μου.

 

Ερμής

Φτάνουμε κιόλας στην Αττική, ακολούθησε με κρατώντας τη χλαμύδα μου, μέχρι να φτάσω στην ερημιά.

 

Πλούτος

Καλά κάνεις, Ερμή, και με οδηγείς από το χέρι, γιατί, αν με αφήσεις, ίσως περιπλανώμενος να πέσω πάνω στον Υπέρβολο ή στον Κλέωνα. Αλλά τι κρότος είναι αυτός, σαν να χτυπάει σίδερο σε πέτρα;

 

Ερμής

  1. Ο Τίμωνας αυτός σκάβει εδώ κοντά ένα ορεινό και πετρώδες χωραφάκι. Μπα, είναι κι η Πενία εδώ και ο Πόνος, κι η Καρτερία και η Σοφία και η Ανδρεία κι όλος ο όχλος των ακολούθων του Λιμού, πολύ καλύτεροι απ τους δικούς σου δορυφόρους.

 

Πλούτος

Γιατί λοιπόν δεν φεύγουμε αμέσως, Ερμή; Γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι αξιόλογο σε άνθρωπο περικυκλωμένο από τόσο μεγάλο στρατό.

 

Ερμής

Αλλιώς αποφάσισε ο Δίας, ας μη δειλιάζουμε λοιπόν.

 

Πενία

  1. Που τον πας αυτόν, Αργοφονιά, κρατώντας τον από το χέρι;

 

Ερμής

Σ αυτόν εδώ τον Τίμωνα μας έστειλε ο Δίας.

 

Πενία

Τώρα ο Πλούτος στον Τίμωνα, που εγώ τον παρέλαβα σε κακό χάλι από την Τρυφή και παραδίδοντας τον σε αυτούς εδώ, στη Σοφία και στον Κόπο, τον ανέδειξα ευγενή και αξιότατο άνδρα; Τόσο εύκολα λοιπόν σας φαίνομαι η Πενία ότι καταφρονούμαι κι αδικούμαι, ώστε να μου αφαιρέσετε το μόνο κτήμα που είχα, εξασκημένο με ακρίβεια στην αρετή, για να τον παραλάβει πάλι ο Πλούτος, να τον δώσει στην Ύβρη και στην Αλαζονεία, και να μου τον επιστρέψει όπως παλιά μαλθακό, άνανδρο και ανόητο, ένα κουρέλι πλέον;

 

Ερμής

Έτσι αποφάσισε ο Δίας, Πενία.

 

Πενία

  1. Φεύγω , κι εσείς, Κόπε και Σοφία κι οι υπόλοιποι, ακολουθήστε με. Αυτός γρήγορα θα καταλάβει τι έχασε, καλή βοηθό και δάσκαλο των αρίστων, η συναναστροφή μαζί μου τον έκανε υγιή στο σώμα, ρωμαλέο στη σκέψη, κι έτσι έζησε τη ζωή ενός άντρα, κοιτώντας τον εαυτό του και θεωρώντας ότι αυτά τα περιττά και πολλά είναι ξένα προς αυτόν, όπως και είναι.

 

Ερμής

Φεύγουν, ας τον πλησιάσουμε

 

Τίμων

  1. Ποιοι είστε, καταραμένοι; Τι θέλετε κι ήρθατε εδώ, να ενοχλήσετε έναν άνθρωπο που εργάζεται για το μεροκάματο; Θα φύγετε μετανιωμένοι, βρομεροί όλοι, γιατί εγώ τώρα αμέσως θα σας συντρίψω πετώντας σας βόλους και πέτρες.

 

Ερμής

Μη, Τίμωνα, μη ρίξεις, δε θα χτυπήσεις ανθρώπους: εγώ είμαι ο Ερμής κι αυτός εδώ ο Πλούτος, μας έστειλε ο Δίας εισακούγοντας τις προσευχές σου, οπότε δέξου με χαρά τον πλούτο, αφήνοντα τους κόπους.

 

Τίμων

Κι εσείς θα κλάψετε, κι ας είστε Θεοί, όπως λέτε, γιατί τους μις΄όλους, κι ανθρώπους και θεούς, κι αυτού εδώ του τυφλού, όποιος κι αν είναι, θα του ανοίξω το κεφάλι, μου φαίνεται, με την αξίνα.

 

 

Πλούτος

Πάμε, Ερμή, για τα όνομα του Δία, μου φαίνεται ότι ο άνθρωπος τα έχει εντελώς χαμένα, πάμε, μη με βρει κανένα κακό.

 

Ερμής

  1. Μη θυμώνεις, Τίμωνα, άσε τους άγριους και τραχείς σου τρόπους, άπλωσε τα χέρια σου, για να πάρεις την καλή τύχη και να ξαναγίνεις πλούσιος, να είσαι πρώτος μεταξύ των Αθηναίων, και μη δίνεις σημασία στους αχάριστους εκείνους, ενώ μόνος εσύ θα ευτυχείς.

 

Τίμων

Καμιά ανάγκη δεν σας έχω, μη μ ενοχλείτε, αρκετός πλούτος είναι για μένα η αξίνα, και κατά τα άλλα είμαι ευτυχέστατος, αρκεί να μη με πλησιάζει κανένας.

 

Ερμής

Έτσι απάνθρωπα, φίλε μου;

Αυτόν το λόγο να μεταφέρω στον Δία, τόσο απότομο και πεισματικό; Βέβαια, είναι λογικό να είσαι μισάνθρωπος, τόσα δεινά που πέρασες εξαιτίας τους, αλλά να μισείς τους θεούς καθόλου, αφού αυτοί σε φροντίζουν.

 

Τίμων

  1. Εσένα, Ερμή, και τον Δία πολύ σας ευχαριστώ για τη φροντίδα σας, αυτόν όμως εδώ τον Πλούτο δε θα τον πάρω.

 

Ερμής

Μα γιατί;

 

Τίμων

Γιατί και παλαιότερα αυτός έγινε αίτιος χιλίων κακών για μένα, παραδίνοντας με στους κόλακες και φέροντας κοντά μου δόλιους, ξεσηκώνοντας μίσος εναντίον μου και με την ηδυπάθεια διαφθείροντας με, καθιστώντας με επίφθονο και στο τέλος εγκαταλείποντας με ξαφνικά τόσο άπιστα και προδοτικά, αντίθετα η άριστη Πενία με γύμνασε με τους πιο ανδρικούς κόπους και μου μιλούσε πάντοτε με ειλικρίνεια και παρρησία και μου παρείχε τα αναγκαία, όταν κουραζόμουν, και με εκπαίδευσε να περιφρονώ εκείνα τα πλούτη, εξαρτώντας τις ελπίδες μου για τη ζωή από τον εαυτό μου και μόνο και δείχνοντας μου ποιος ήταν ο δικός μου πλούτος, τον οποίο δε θα μπορούσε να μου τον αφαιρέσει ούτε κόλακας με θωπείες ούτε συκοφάντης τρομοκρατώντας με ούτε ο δήμος σε παροξυσμό ούτε μέλος της συνέλευσης με τη ψήφο του.

 

  1. Δυναμωμένος λοιπόν από τους κόπους δουλεύοντας εργατικά αυτό εδώ το χωράφι, μη βλέποντας κανένα από τα κακά της πόλης, εξασφαλίζω διαρκώς με την αξίνα μου αρκετά για να τραφώ. Πάρε λοιπόν πάλι το δρόμο πίσω Ερμή, και ξαναοδήγησε τον Πλούτο στο Δία, εμένα θα μ ευχαριστούσε να κάνω όλους τους ανθρώπους, νέους και γέρους, να θρηνούν.

 

Ερμής

Καθόλου, καλέ μου, γιατί ο θρήνος δεν αξίζει για όλους. Άσε όμως την οργίλη και παιδιάστικη συμπεριφορά και δέξου τον Πλούτο. Δεν πρέπει ν αποδιώχνεις τα; δώρα του Δία.

 

Πλούτος

Θέλεις, Τίμωνα, να υπερασπιστώ τον εαυτό μου σε σένα; Ή θα θυμώσεις, αν μιλήσω;

 

Τίμων

Μίλα, αλλά όχι πολλά λόγια, χωρίς εισαγωγές, όπως οι πανούργοι ρήτορες, θα ανεχτώ να ακούσω λίγα λόγια από σένα για χ’αρη αυτού εδώ του Ερμή.

 

Πλούτος

  1. Ίσως θα έπρεπε να πω πολλά, αφού για τόσα πολλά με κατηγορείς, σκέψου όπως αν κάπως σε αδίκησα, όπως λες, εγώ που σου έδωσα όλες τις απολαύσεις, τιμή, στεφάνια κι άλλα πολυτελή, και χάρη σε μένα έγινες αξιοθαύμαστος και ξακουστός και περιζήτητος, αν έπαθες κάτι κακό από τους κόλακες, δε σου φταίω εγώ, μάλλον εγώ αδικήθηκα από σένα, γιατί τόσο περιφρονητικά με παρέδωσες σε ανθρώπους αλιτήριους, που επαινούν και καταγοητεύουν και με κάθε τρόπο με επιβουλεύονται, και στο τέλος είπες ότι σε πρόδωσα, αλλά για το αντίθετο θα μπορούσα να σ εγκαλέσω, που με κάθε τρόπο μ έδιωχνες απ το σπίτι σου, σπρώχνοντας με με το κεφάλι προς τα κάτω. Αντί λοιπόν για μαλακή χλαινίδα η Πενία, που τόσο εκτιμάς, σ έντυσε μ αυτό το τομάρι. Μάρτυς μου αυτός εδώ ο Ερμής, πώς ικέτευα; Τον Δία να μην ξανάρθω σε σένα, που τόσο εχθρικά μου έχεις φερθεί.

 

Ερμής

  1. Όμως βλέπεις τώρα, Πλούτε, πόσο έχει αλλάξει; Μη φοβάσαι λοιπόν και μείνε μαζί του, κι εσύ συνέχισε να σκάβεις, εσύ βάλε τον Θησαυρό κάτω από την αξίνα του, γιατί θα σε ακούσει, αν του φωνάξεις.

 

Τίμων

Ας σε ακούσω Ερμή, κι ας πλουτίσω πάλι. Τι μπορεί να κάνει κάποιος, όταν τον πιέζουν οι θεοί; Σκέψου μόνο σε τι μπελάδες με βάζεις το δυστυχή, που ενώ μέχρι τώρα ζούσα ευτυχέστατα, ξαφνικά θα πάρω τόσο χρυσάφι, χωρίς να κάνω κανένα κακό, και θα μπω σε τόσες έγνοιες.

 

Ερμής

  1. Κάνε κουράγιο, Τίμωνα για χάρη μου, και αν είναι κακό κι ανυπόφορο το πράγμα, μόνο και μόνο για να σκάσουν από τη ζήλια τους εκείνοι οι κόλακες, εγώ όμως θα πετάξω στον ουρανό πάνω από την Αίτνα.

 

 

Πλούτος

Έφυγε αυτός, καθώς φαίνεται, το κατάλαβα από την κίνηση των φτερών του, εσύ όμως περίμενε εδώ, γιατί φεύγοντας θα σου στείλω το Θησαυρό, μάλλον σκάβε καλύτερα. Θησαυρέ χρυσού, σε διατάζω, υπάκουσε σ αυτόν εδώ τον Τίμωνα και προσφέρσου να σε ξεθάψει. Σκάβε βαθιά, Τίμωνα. Εγώ φεύγω.

 

Τίμων

  1. Εμπρός, αξίνα μου! Να είσαι δυνατή για χάρη μου και να μην κουραστείς μέχρι να φέρεις το Θησαυρό από τα βάθη στο φως. Δία τεράστιε και Κορύβαντες αγαπητοί κι Ερμή κερδώε, που βρέθηκε τόσο χρυσάφι; Μήπως ονειρεύομαι; Φοβάμαι μην ξυπνήσω και βρω κάρβουνα, αλλά όχι, είναι χρυσά νομίσματα, κοκκινωπά, βαριά, γλυκύτατα στην όψη. Ω χρυσέ, ωραιότατο δώρο για τους ανθρώπους! Λάμπεις σαν τη φωτιά νύχτα και μέρα. Έλα φίλτατε κι ωραιότατε. Τώρα πιστεύω κι ότι ο Δίας κάποτε έγινε χρυσός, γιατί ποια παρθένος δε θα δεχόταν με ανοιχτές αγκάλες τόσος ωραίο εραστή να ρέει από τη στέγη;

 

  1. Ω Μίδα και Κροίσε κι αναθήματα στους Δελφούς, τίποτα δεν ήσασταν μπροστά στον Τίμωνα και τον πλούτο του, που ούτε ο βασιλιάς των Περσών δεν τον φτάνει. Αξίνα μου και πολυαγαπημένο μου δέρμα, εσάς είναι καλό να σας αφιερώσω σ αυτόν τον Πάνα, κι εγώ, αφού αγοράσω όλη την εσχατιά και χτίσω έναν μικρό πύργο για το θησαυρό μου κι αρκετό για να μείνω μόνο εγώ, τον ίδιο θα έχω και τάφο, όταν πεθάνω, μου φαίνεται. «Ας αποφασιστεί κι ας θεσπιστεί με νόμο για το υπόλοιπο της ζωής, με κανέναν δε θα έρχομαι σ επαφή, κανέναν δε θα γνωρίζω, όλους θα τους περιφρονώ, φίλος, ξένος, σύντροφος, Ελέου βωμός, όλα παραμύθια, να λυπηθώ άνθρωπο που κλαίει ή για να βοηθήσω άνθρωπο που έχει ανάγκη: παρανομία και κατάλυση των συνηθειών, μονήρης τρόπος ζωής, όπως των λύκων, κι ένας φίλος: ο Τίμωνας.

 

  1. Όλοι οι άλλοι εχθροί κι επίβουλοι, αν πλησιάσω κανέναν τους, μίασμα, κι αν δω κανέναν μόνο, αποφράδα ημέρα, να μη μας ενδιαφέρουν πέτρινοι ή χάλκινοι ανδριάντες, ούτε κήρυκα να δεχόμαστε απ αυτούς ούτε συμφωνίες να κάνουμε μαζί τους, η ερημιά ας είναι μεταξύ μας σύνορο. Φυλέτες, φράτορες, συνδημότες και η ίδια η πατρίδα λέξεις ψυχρές κι ανώφελες, φιλοδοξία ανόητων ανδρών. Να πλουτίζει μόνο ο Τίμωνας και να τους περιφρονεί όλους και να απολαμβάνει μόνος του με τον εαυτό του, απαλλαγμένος από κολακείες κι επαίνους φορτικούς, και να θυσιάζει στους θεούς και να τρώει μόνος, γείτονας κι όμορος τους εαυτού του, διώχνοντας τους άλλους. Και μια φορά να αποφασιστεί να αποχαιρετίσει τον εαυτό του, διώχνοντας τους άλλους. Και μια φορά να αποφασίσει να αποχαιρετίσει τον εαυτό του και να τον στεφανώσει, όταν είναι να πεθάνει.

 

  1. Όνομα του γλυκύτατο να είναι ο Μισάνθρωπος, της συμπεριφοράς του γνωρίσματα η δυσκολία κι η τραχύτητα, η σκαιότητα, η οργή και η απανθρωπιά, κι αν δω κανένα να καίγεται στη φωτιά και να ικετεύει να τη σβήσω, να τη σβήνω με πίσσα και λάδι, κι αν το χειμώνα ο ποταμός παρασύρει κανέναν κι αυτός ζητάει να τον πιάσω, απλώνοντας τα χέρια, να τον σπρώχνω κι αυτόν με το κεφάλι και να τον βυθίζω, ώστε να μην μπορεί να ξαναβγεί, γιατί έτσι θα πάρουν ότι τους αξίζει. Το νόμο πρότεινε ο Τίμωνας ο γιος του Εχεκρατίδη από τον Κολυττό, τον ψήφισε στη συνέλευση ο ίδιος ο Τίμωνας.»

 

  1. Ωραία, αυτά ας αποφασίσουμε κι ας μείνουμε σταθεροί σ αυτά σαν άντρες. Πολύ θα ήθελα όμως κάπως να γίνουν γνωστά αυτά σε όλους, ότι είμαι βαθύπλουτος, γιατί θα τους έπνιγε αυτό σαν αγχόνη. Τι συμβαίνει όμως; Τι ταχύτητα! Από παντού τρέχουν σκονισμένοι και λαχανιασμένοι, δε ξέρω πως μυρίστηκαν το χρυσάφι. Τι να κάνω; Ν ανέβω πάνω σ αυτόν το βράχο και να τους διώχνω πετώντας τους πέτρες από τα δεξιά; Ή για μια φορά να παρανομήσω μιλώντας τους, για να θυμώσουν περισσότερο με την αδιαφορία μου; Αυτό είναι καλύτερο. Ας σταθώ λοιπόν, για να τους υποδεχτώ. Για να δω, ποιος είναι πρώτος; Ο Γναθωνίδης ο κόλακας, που, όταν του ζήτησα βοήθεια, μου έδωσε βρόχο, και πολλές φορές ξέρασε ολόκληρα πιθάρια στο σπίτι μου. Καλά που ήρθε, γιατί θα κλάψει πριν από τους άλλους.

 

Γναθωνίδης

  1. Δεν το έλεγα εγώ ότι δε θα ξεχάσουν οι θεοί τον Τίμωνα, έναν τόσο καλό άνθρωπο; Χαίρε Τίμωνα, ωραιότατε και γλυκύτατε και φίλε στα συμπόσια.

 

Τίμων

Χαίρε κι εσύ, Γναθωνίδη, πιο λαίμαργε απ όλους τους γύπες και πανούργε άνθρωπε

 

Γναθωνίδης

Πάντα σ αρέσουν τα αστεία. Μα που είναι το συμπόσιο; Γιατί σου φέρνω ένα καινούριο άσμα από τους νεοδίδακτους διθυράμβους.

 

Τίμων

Θα σε κάνω εγώ με την αξίνα να τραγουδήσεις πένθιμα και πολύ περιπαθώς μάλιστα.

 

Γναθωνίδης

Τι κάνεις; Με χτυπάς, Τίμωνα; Είστε μάρτυρες, Ηρακλή μου, οχ, οχ, θα σε καταγγείλω στον Άρειο Πάγο για σωματική βλάβη.

 

Τίμων

Λίγο να καθυστερήσεις, και θα κατηγορηθώ για φόνο.

 

Γναθωνίδης

Μη! Μπορείς όμως να μου θεραπεύσεις το τραύμα, ρίχνοντας πάνω λίγο χρυσάφι, που είναι φοβερό αιμοστατικό.

 

Τίμων

Ακόμα εγώ είσαι;

 

 

Γναθωνίδης

Φεύγω, δε θα καλοπεράσεις όμως, που από καλός έγινες σκαιός.

 

Τίμων

  1. Κι αυτός που έρχεται, ο φαλακρός, ποιος είναι; Ο Φιλιάδης, ο πιο βδελυρός απ όλους τους κόλακες. Αυτός πήρε από μένα ολόκληρο χωράφι και προίκα δυο τάλαντα για την κόρη του, μισθό για τον έπαινο του: όταν κάποτε τραγούδησα, ενώ όλοι έμειναν σιωπηλοί, μόνο αυτός με υπερεπαίνεσε, παίρνοντας όρκο ότι τραγουδάω καλύτερα από κύκνο, όταν όμως με είδε άρρωστο και πήγα να του ζητήσω βοήθεια, αυτός δεν σταμάτησε να με χτυπάει.

 

Φιλιάδης

  1. Τι ξεδιαντροπιά! Τώρα τον γνωρίζετε τον Τίμωνα; Τώρα ο Γναθωνίδης είναι φίλος και συμπότης; Δίκαια λοιπόν τιμωρήθηκε για την αχαριστία του. Ενώ εμείς, αν και παλιοί φίλοι και συνέφηβοι και συνδημότες, φερόμαστε μετρημένα, για να μη φανούμε αδιάκριτοι. Χαίρε αφέντη, πρόσεχε να φυλαχτείς από τους μιαρούς αυτούς κόλακες, που από τα κοράκια διαφέρουν μόνο στο τραπέζι. Δεν πρέπει πλέον να έχεις σε κανέναν τους εμπιστοσύνη, όλοι αχάριστοι και πονηροί. Εγώ σου έφερνα ένα τάλαντο, για να έχεις για τις άμεσες ανάγκες σου, αλλά στο δρόμο, την ώρα που πλησίαζα, άκουσα ότι απέκτησες πολύ μεγάλο πλούτο. Ήρθα λοιπόν, για να σου δώσω αυτές τις συμβουλές, αν κι εσύ είσαι σοφός, και γι αυτό ίσως δεν έχεις καμιά ανάγκη τα λόγια μου, αφού και τον Νέστορα ακόμη θα μπορούσες να συμβουλεύσεις για τα δέοντα.

 

Τίμων

Καλά αυτά, Φιλιάδη. Αλλά για έλα πιο κοντά, για να σ’ ευχαριστήσω με την αξίνα.

 

Φιλιάδης

Άνθρωποι, μου έσπασε το κεφάλι ο αχάριστος, επειδή του έλεγα ποιο είναι το συμφέρον του.

 

Τίμων

  1. Να, και τρίτος έρχεται, ο ρήτορας Δημέας, κρατώντας ψήφισμα στο δεξιό του χέρι και λέγοντας ότι είναι συγγενής μου. Αυτός πήρε από εμένα σε μια μέρα δεκάξι τάλαντα, για να τα αποδώσει στην πόλη – γιατί είχε καταδικαστεί και φυλακιστεί, επειδή δεν είχε να τα πληρώσει, κι εγώ τον λυπήθηκα και τον απελευθέρωσα, όταν όμως κληρώθηκε να διανείμει το θεωρικό στην Ερεχθηίδα φυλή κι εγώ πήγα να ζητήσω αυτό που μου αναλογούσε, μου είπε πως δεν με αναγνώριζε ως πολίτη.

 

Δημέας

  1. Χαίρε, Τίμωνα, μέγα όφελος της οικογένειας, στήριγμα της Αθήνας, καμάρι της Ελλάδος, από ώρα σε περιμένουν ο δήμος συγκεντρωμένος κι οι δυο βουλές. Άκουσε όμως πρώτα το ψήφισμα που πρότεινα για εσένα: «Επειδή ο Τίμωνας του Εχεκρατίδη από τον Κολυτό, άνδρας όχι μόνο καλός και γενναίος αλλά και σοφός όσο κανένας άλλος στην Ελλάδα, πάντα πράττει τα άριστα για την πόλη, και νίκησε στην πυγμαχία, στην πάλη και στον δρόμο την ίδια μέρα στους Ολυμπιακούς αγώνες, και με τέθριππο άρμα και με πολική συνωρίδα…».

 

Τίμων

Μα εγώ στην Ολυμπία δεν έχω πάει ούτε ως θεωρός.

 

Δημέας

  1. Και τι έγινε; Θα πας στο μέλλον, καλύτερα; Να προστεθούν πολλά τέτοια. Και «ανδραγάθησε υπέρ της πόλης πέρσι στις Αχαρνές και κατάσφαξε δυο μοίρες Πελοποννησίων».

 

Τίμων

Πώς; Εγώ ούτε που γράφτηκα στον κατάλογο των στρατευσίμων, γιατί δεν είχα όπλα.

 

Δημέας

Μιλάς με μετριοφροσύνη για τον εαυτό σου, εμείς όμως θα ήμασταν αχάριστοι, αν ξεχνούσαμε. «Επιπλέον, προτείνοντας ψηφίσματα και συμβουλεύοντας και υπηρετώντας ως στρατηγός, πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στην πόλη, για όλους αυτούς τους λόγους ας αποφασίσουν η βουλή και ο δήμος και μαζί, να στήσουν χρυσό ανδριάντα του Τίμωνα δίπλα στην Αθήνα στην ακρόπολη, με κεραυνό στο δεξιό του χέρι κι ακτίνες στο κεφάλι, και να τον στεφανώσουν με εφτά χρυσά στεφάνια και να ανακοινωθεί η απόφαση για τα στεφάνια σήμερα στα Διονύσια, όπου ανεβάζονται οι νέες τραγωδίες – προς τιμήν του πρέπει να τελεστούν σήμερα τα Διονύσια. Την πρόταση υπέβαλε ο Δημέας ο ρήτορας, συγγενής του εξ αγχιστείας και μαθητής του, γιατί ο Τίμωνας είναι και άριστος ρήτορας και όλα τα άλλα, όσα θέλει».

 

  1. Αυτό λοιπόν είναι το ψήφισμα για σένα. Εγώ μάλιστα ήθελα να φέρω τον υιο μου σ εσένα, τον οποίο τον ονόμασα Τίμωνα προς τιμήν σου.

 

Τίμων

Πώς, Δημέα, αφού δεν είχες παντρευτεί, απ όσα ξέρω

 

Δημέας

Θα παντρευτώ του χρόνου όμως, αν δώσει ο θεός, και θα τεκνοποιήσω κα το γιο μου – γιατί αγόρι θα είναι – από τώρα τον ονομάζω Τίμωνα.

 

Τίμων

Δε ξέρω αν θα προλάβεις να παντρευτείς, τόσο πολύ που θα σε χτυπήσω

 

Δημέας

Αλίμονο! Γιατί; Τύραννος, προσπαθείς να γίνεις, Τίμωνα και χτυπάς τους ελεύθερους, ενώ δεν είσαι ο ίδιος εντελώς ελεύθερος; Αλλά γρήγορα θα πληρώσεις και για τα άλλα σου αδικήματα αλλά και για τον εμπρησμό στην Ακρόπολη.

 

Τίμων

  1. Μα δεν έχει καεί η Ακρόπολη, βρομερέ, άρα φανερά συκοφαντείς.

 

Δημέας

Και πλούσιος έγινες, κάνοντας διάρρηξη στον οπισθόδομο.

 

Τίμων

Μα ούτε εκεί έχει διάρρηξη, άρα ούτε αυτά θα τα πιστέψει κανείς.

 

Δημέας

Θα γίνει αργότερα, εσύ όμως έχεις ήδη ότι υπήρχε  εκεί μέσα.

 

Τίμων

Πάρε κι άλλη τότε.

 

Δημέας

Οχ, η πλάτη μου!

 

Τίμων

Μη φωνάζεις, γιατί θα σου ρίξω και τρίτη, θα ήταν εντελώς γελοίο, εγώ που κατάσφαξα δυο μοίρες Λακεδαιμονίων άοπλος, να μην μπορώ να ξυλοφορτώσω ένα βρομερό άνθρωπο, κρίμα στην νίκη μου στους Ολυμπιακούς, στην πυγμαχία και στην πάλη.

 

  1. ΜΑ τι συμβαίνει; Αυτός δεν είναι ο Θρασυκλής ο φιλόσοφος; Δεν μπορεί να είναι άλλος, άπλωσε τη γενειάδα του, σήκωσε τα φρύδια του και με το κεφάλι του ψηλά έρχεται σε μένα, με βλέμμα Τιτάνα, τα μαλλιά στο μέτωπο του σηκωμένα, ίδιος Αυτοβορέας ή Τρίτωνας, όπως τους ζωγράφισε ο Ζεύξις. Αυτός με την αξιοπρεπή όψη, ο κόσμιος στα βάδισμα και σεμνός στην περιβολή, απ το πρωί λέει μύρια όσα περί αρετής και κατηγορεί όσους απολαμβάνουν την ηδονή κι επαινεί την ολιγάρκεια, όταν πλυθεί και πάει στο δείπνο και ο υπηρέτης του προσφέρει μεγάλη κύλικα – του αρέσει περισσότερο το ανέρωτο κρασί – , σαν να πίνει το νερό της Λήθης, επιδεικνύει συμπεριφορά εντελώς αντίθετη από εκείνα τα πρωινά του λόγια, αφού αρπάζει πρώτος σαν περδικογέρακο τα φαγητά και καταβροχθίζει σαν σκύλος, σκυμμένος σαν να περιμένει ότι θα βρει αρετή μες στις γαβάθες, σκουπίζοντας με το δάχτυλο τα πιάτα, για να μην αφήσει καθόλου μυττωτό, διαρκώς μεμψίμοιρος.

 

  1. Ακόμη κι να πάρει ολόκληρο τον πλακούντα ή το αγριογούρουνο μόνος αυτός από τους άλλους, οτιδήποτε ωφελεί τη λαιμαργία και την απληστία του, μεθά και παρεκτρέπεται όχι μόνο μέχρι του σημείου να τραγουδά και να χορεύει, αλλά και να λοιδορεί και να οργίζεται. Κι επιπλέον πάνω από την κύλικα λόγοι πολλοί, κυρίως τότε, περί σωφροσύνης και κοσμιότητας, κι αυτά τα λέει σε κακή κατάσταση ήδη από το ανέρωτο κρασί και τραυλίζοντας γελοία, έπειτα κάνει εμετό, και στο τέλος, κάποιοι τον σηκώνουν και τον βγάζουν από το συμπόσιο, ενώ αυτός κρατάει στην αγκαλιά του μιαν αυλητρίδα. Αλλά και νηφάλιος σε κανέναν δε θα παραχωρούσε τα πρωτεία στο ψέμα, τη θρασύτητα ή τη φιλαργυρία, αντίθετα, είναι πρώτος ανάμεσα στους κόλακες κι ευκολότερα επιορκεί, την αγυρτεία έχει οδηγό και η αναισχυντία τον συνοδεύει, και γενικά είναι πάνσοφος, από κάθε άποψη ακριβής και από πολλές πλευρές τέλειος. Θα κλάψει γρήγορα λοιπόν, αφού είναι τόσο καλός. Μπα – μπα! Καιρό έχω να σε δω, Θρασυκλή.

 

Θρασυκλής

  1. Δεν έρχομαι, Τίμωνα, για τους ίδιους λόγους με τους όλους αυτούς, που έτρεξαν θαμπωμένοι από τον πλούτο σου και με την ελπίδα αργυρού και χρυσού και πολυτελών δείπνων, για να δείξουν πολλή κολακεία σε άνθρωπο σαν κι εσένα, απλοϊκό, που μοιράζεται τα υπάρχοντα του, ξέρεις ότι για μένα λίγο μαύρο ψωμί αρκεί για το δείπνο μου, για πρωινό λίγο θυμάρι ή κάρδαμο ή, αν ποτέ δειπνήσω με πολυτέλεια, προσθέτω λίγο αλάτι, ποτό μου το νερό από την εννεάκρουνο, αυτό το φθαρμένο ρούχο καλύτερο και από οποιαδήποτε πορφύρα. Και το χρυσάφι δεν μου φαίνεται καθόλου πιο πολύτιμο από τα βότσαλα στην παραλία. Για σένα τον ίδιο ήρθα, για να μη σε διαφθείρει αυτό το κάκιστο και δολιότατο απόκτημα, ο πλούτος, που έγινε πολλές φορές αιτία αγιάτρευτων συμφορών για πολλούς, αν μ ακούσεις όμως, θα τον ρίξεις όλον στη θάλασσα, γιατί δεν είναι καθόλου αναγκαίος σε άνθρωπο που είναι καλός και ικανός να δει τον πλούτο της φιλοσοφίας, μη τον ρίξεις όμως στα βαθιά, αλλά μπες μέχρι εκεί που το νερό σου φτάνει μέχρι τη μέση, λίγο πριν από τον κυματοθραύστη, και να σε βλέπω μόνο εγώ, κι αν δεν συμφωνείς μ αυτό, βρες εσύ άλλον τρόπο καλύτερο να τον διώξεις από το σπίτι σου, χωρίς να κρατήσεις οβολό, μοιράζοντας τον σε όσους έχουν ανάγκη, σε άλλον πέντε δραχμές, σε άλλον μία μνα, σε άλλον μισό τάλαντο.

 

  1. Αν κάποιος είναι φιλόσοφος, είναι δίκαιο να πάρει διπλό ή τριπλό μερίδιο, σ εμένα – αν και; Δε ζητώ τίποτα για μένα, αλλά για να τα δώσω σε όσους από τους φίλους έχουν ανάγκη – αρκεί να γεμίσεις αυτό το σακούλι, το οποίο δεν χωράει ούτε δυο αιγινήτικους μεδίμνους. Άλλωστε, ο φιλόσοφος πρέπει να είναι ολιγαρκής, ν ακολουθεί το μέτρο και να μην έχει φιλοδοξίες πάνω από το σακούλι του.

 

Τίμων

Είσαι αξιέπαινος γι αυτά, Θρασυκλή, αν θέλεις όμως, πριν από το σακούλι σου, φέρε το κεφάλι σου, να σου το γεμίσω γροθιές κι από πάνω να σου μετρήσω και μερικές με την αξίνα.

 

Θρασυκλής

Ω δημοκρατία και νόμοι, μας χτυπάει ο καταραμένος σε πόλη ελεύθερη!

 

Τίμων

Γιατί αγανακτείς, καλέ μου; Μήπως δεν σε πέτυχα; Να σου βάλω και τέσσερεις χοίνικες παραπάνω;

 

  1. Τι γίνεται; Μαζεύοντας πολλοί, ο Βλεψίας εκείνος κι ο Λάρης και ο Γνίφωνας κι όλο το τάγμα αυτών που θα μετανιώσουν. Γιατί δεν ξεκουράζω την αξίνα μου για λίγο, που από ώρα έχει καταπονηθεί, ν ανέβω πάνω σ αυτόν το βράχο, και μαζεύοντας πολλές πέτρες να τις ρίξω σα χαλάζι από μακριά;

 

Βλεψίας

Μη ρίξεις, Τίμωνα , φεύγουμε.

 

Τίμων

Όχι αναίμακτα ούτε χωρίς πληγές.

 

 

 

 

Connect

Κατηγορία άρθρου Άρθρο. Βάλτε Bookmark το μόνιμο σύνδεσμο.

3 Responses to ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΑΠΗΤΟ KOREAS

  1. Ο/Η placebo στο σημερινό nocebo λέει:

    Διαχρονικά και καλά τα λές & αυτά του Τίμωνος του Αθηναίου ως διδακτικά
    άλλα και ορθώς τα ρεαλιστικά , και αληθινά αυτά ta του Φεγγαριού .
    Σεληνιάζομαι , γιατί εκτός από της Κυριακές μας πήραν και της υπόλοιπες μέρες ..
    και ΜΗ χειρότερα .

  2. Ο/Η ...Το φως του φεγγαριού... λέει:

    Προς placebo…: Αγαπητέ μοιάζεις οτι διάβασες ένα μακρύ κείμενο, που φρόντισε να μας πει κάτι με την συμβολή του Koreas. Είναι αδύνατον να δεχτώ το σχόλιο σου. Δεν σου πήρε κανείς τίποτα. Τους τα έδωσες.

  3. Ο/Η Πισσα και Πουπουλα λέει:

    Μπραβο για την αναρτηση του -οχι και τοσο γνωστου οσο θα επρεπε-εργου του Λουκιανου.
    Το βασικο συμπερασμα ειναι οτι ο πλουτος δεν αλλαζειτον ανθρωπο,δεδομενου πως ο Τιμαιος ηθελε να σπασει τα κεφαλια των ευεργετημενων τοσο οσο ηταν φτωχος οσο και οταν επανακτησε τον πλουτο του. Αρα κακως λεμε πως “τα λεφτα χαλανε τον ανθρωπο”.
    Επισης ο “ΑμεΑ” Πλουτος γραφει στα παπαρια του τον προισταμενο του Δια και δρα κατα μονας στη τυφλα και αργοσυρτα εχοντας την δικαιολογια στο στομα. Προτυπο για καθε σημερινο δημοσιο υπαλληλο.

    Υ.γ: Εχουμε -ευτυχως σε αυτη την περιπτωση- την τρομοκρατια που μας αξιζει. Στις αλλες ευρωπαικες χωρες μετρανε τους νεκρους με το κομπιουτερακι απο τυφλα χτυπηματα και εδω οι “τρομοκρατες” στελνουν κατι στρακαστρουκες μεσα σε φακελους, που δε κανουν ουτε για την ανασταση. Παλι καλα.
    Πλημμυρισε το διαδικτυο απο μηνυματα αγαπης και ευχες για ταχεια αναρρωση του τεως πρωθυπουργου κυριου Λουκα. Αμα εισαι αγαπητος ανθρωπος θα βρισκεις στηριξη και παρηγορια ακομα και στο πιο αφιλοξενο περιβαλον. Ο καλος ανθρωπος ποτε δεν χανεται.