Παιδί ήμουν. Τότε παλιά στο τέλος της πλατείας Κύπρου, όπως την είπαν αργότερα. Μέχρι τα δέκα μου, δεν είχε όνομα. Στο τέλος προς το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Προς βορρά. Τότε που πηγαίναμε για το σινεμά Αρζεντίνα, αλλά πριν την έξοδο της Ασκληπιού, συναντούσαμε ένα κάθετο στενό, λοξό δεξιά, και βλέπαμε ένα βενζινάδικο, που μόνο αν ήσουν ανήμπορος θα πήγαινες εκεί.
Θυμάμαι την ταμπέλα του : Μαμιδάκης με κάτι κόκκινα χρώματα. Σκούρα χρώματα, βενζινάδικο ερειπωμένο, της γκαντεμιάς κατάδικο. Κι άλλα θυμάμαι.Τις ερωτήσεις προς τον πατέρα μου. Ποιός βάζει εδώ βενζίνη, ποιός δεν πάει στα άλλα πρατήρια. Αυτός, με είχε διαβεβαιώσει για την κολοσσιαία ύπαρξη του ιδιοκτήτη του ονόματος του βενζινάδικου και της οικογένειας του. Φυσικά είχα διαβεβαιώσει τον εαυτό μου, οτι ποτέ δεν θα έβαζα βενζίνη εκεί. Χωρίς να πιστεύω τότε, οτι θα οδηγήσω κάποτε, οτι θα μεγαλώσω κάποτε ή οτι θα αμφισβητήσω την δυναστεία.
Κι όπως είχα δολοφονήσει εγώ εκείνο το πρατήριο, κάπως έτσι δολοφόνησε τον εαυτό του, κάποιος Κυριάκος Μαμιδάκης. Φυσικά με διαφορετικές παραστάσεις. Πιο ρεαλιστικές. Για εκείνον οικονομικές σήμερα, για εμένα σουρεαλιστικές, τότε παλιά. Που όμως δεν αλλάζουν κάτι στην σχέση μας. Εγώ τον είχα φτύσει σαν βενζινά, κι εκείνος έφτυσε τον εαυτό του. Στο κόλπο προχθές βέβαια μπήκαν κι άλλοι φτύνοντες : Τόλμησαν κηδεία όλοι εκείνοι που διαφωνούν με την αυτοκτονία. Αλλά, και τι είναι η θρησκεία; Ένα αλλιωμένο κάυσιμο για τον λαό, δεν είναι;
Ο λαός. Ξανά αυτή η παπάρα. Που έπαθε πλάκα με κάποιον υπέργηρο, που δεν άντεξε την πίεση. Την πίεση, που έχασε το παιδί του, που ήταν η επιχείρηση του. Που μετά από τόσα χρόνια δουλειάς τίμιας, για 314 εκατομμύρια, δεν άντεξε την διαπόμπευση της πρώχευσης. Δεν άντεξε την προσωπική αποτυχία κι όλα τα άλλα που τα έκανε σωστά, αλλά η πουτάνα η κοινωνία, τον καταδίκασε στα κάτεργα.
Είναι να αναλογίζομαι κι εγώ ο τίποτας, μπροστά στους μεγιστάνες : Αυτό το χρέος, έγινε μέσα σε μια νύχτα; Μέχρι να φτάσει στα 300 μύρια, κανένα στέλεχος, δεν σκέφτηκε κάτι άλλο; Αυτή η διαπλοκή, στα πόσα ξεκουτιάνει τους ανθρώπους; Αυτά τα πάγια που είχε ο τίποτας Μαμιδάκης, δεν θα κατεβαζε το χρέος του σε κάποιο υποκλάσμα της προσωπικής του περιουσίας; Δεν θα μπορούσε να πλήρωνε τα πολιτικά χρέη του, τύπου δάνεια τραπεζών ή κατασχέσεις παγίων, και να ήταν κύριος αλλά αποτυχών σε κάποια προσωπική του εργασία;
Έχει σημασία όμως τι αναλογίζομαι εγώ; Εγώ συλλογίστηκα τότε σαν μικρό παιδί, είδα την φούσκα, και μετά από πολλά χρόνια είδα και την Jet Oil. Σιγά να μην υπάρχει το όνομα του αυθεντικού. Αντί να έχει σβήσει η ιστορία, πήρε παράταση, όπως παίρνει σήμερα η ιστορία του Μαρινόπουλου με την πίεση των Σκουρλέτηδων προς τις τράπεζες να δώσουν δάνειο στον Σκλαβενίτη. Μερικές φορές η ανάπτυξη έρχεται και με το να μην αυξηθεί η ανεργία. Συγκρατήσαμε τους δείκτες θα πουν οι τίποτες.
Και τελικά η Jet Oil, ήταν Μαμιδάκη. Που λογικά, σε τέτοια ηλικία, πού να καταλάβει το καινούργιο σύστημα εισροών και εκροών; Δηλαδή αυτό, το οποίο καταργεί τους κοτσαμπάσηδες και τους τζάμπα αποθηκευτές. Δεν τους έχουν ανάγκη τα διϋλιστήρια. Ό,τι θέλουν, το κάνουν μόνα τους. Αυτή η κατάργιση του λαθερεμπόριου. λέγεται sic, καθετοποίηση της αγοράς. Κι όλως τυχαίως, βγήκε άμεσα και η κλοπή του 30% των πρατηρίων της βενζίνης. Τράβα μαλάκα στην αντλία, βλέπε εκεί, εμείς στον μαφιόζικο πόλεμο φάγαμε έναν από την αλυσίδα, κι όλα καλά.
Τα οποία καλά, εγώ δεν τα βλέπω, όταν ο τίμιος ανέραστος εραστής της δουλειάς του, έχει τεράστια ψυχραιμία, πριν τινάξει τα μυαλά του στον αέρα, να έχει δοκιμάσει το όπλο του. Μιλάμε για υπολογισμένη κίνηση, όπως υπολογισμένο ήταν οτι ενώ χρωστάει της Μιχαλούς, τον παίρνει πρέφα ο Φιλιππινέζος οικονομικός του, ενώ ταυτόχρονα ο τίμιος, μεταβιβάζει τα χρέη σε κάποιον επόμενο, που μέχρι να καταδικαστεί οικονομικά, πλέον θέλει καμιά δεκαετία.
Μια δεκαετία, που θα δώσει την δυνατότητα – αφού υπάρχει και θυσία κι άρα ειλικρινής κι εμπρακτη μεταμέλεια – να μεταβιβαστεί το χρέος της φούσκας σε εμάς. Όπως και του Μαρινόπουλου. Υπάρχει εγγύηση ελληνικού δημοσίου για τους απατεώνες : Θα τα πληρώσουμε εμείς. Κι εμείς θα κάνουμε τις συγκρίσεις : Αυτοκτόνησε ο Μαμιδάκης με 300 μύρια, μια χαρά είναι ο Μαρινόπουλος με τα λεφτά στο Κατάρ. Γοσυτάρουμε απατεώνες με την βούλα του ελληνικού δημοσίου. Το οποίο υπερψηφίζεται, λόγω άγνοιας.
Τρέχει κάτι; Γιατί έτρεχε κάτι, όταν έτρεχε ο Μαμιδάκης ή ο Μαρινόπουλος; Τα ίδια σκατα δεν ζούμε; Αλλάζει κάτι τώρα που ο Μαμιδάκης, απλά μεταβίβασε τα χρέη του στους επόμενους, που απλά δεν έχουν κάποια ευθύνη; Αφού φυσικά έχουν γίνει συναντήσεις, και τους έχει εξηγήσει η προεδράρα, τι πρέπει να πληρώσουν και πώς να το χειριστούν το θέμα, αλλά να βάλουν και κάποια πλερέζα για την κρίση – αυτή φταίει – μπας και βοηθηθεί κι ο Κυριάκος, αφού με τον μπαμπά του, ήμασταν και ολίγο φίλοι.
Μεγάλη πράξη ανδρός. Αυτοκτονία και τα μυαλά στα κάγκελα. Με αμύθητη διαπλεκόμενη περιουσία. Σαν του Πανάρα στην Μύκονο. Που μόνο με πολιτικές καλύψεις γίνονται αυτά, και συνεχίζουν και τραγικοποιούνται, όπως του Σφηνιά τότε τα μπαλκόνια. Στα 84, τι να την κάνεις την ζωή; Γίνεσαι Αρκάδι και σε θυμούνται σαν την ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Σιγά την προσωπικότητα τον Έλληνα, που θα τιμήσει τον Δαίδαλο. Όλοι τον μαλάκα τον Ίκαρο θυμούνται, όπως τιμούν και τους παλιούς κλέφτες. Φυσικά και τιμούν τους ίδιους σημερα : Τους λαθρέμπορους.