Γράφει λοιπόν ο Στήβεν: «Αρχίζω κι αναρωτιέμαι αν εγώ είμαι τελικά ο βλάκας που αγόρασα εισιτήρια διαρκείας, κι όχι [ο Κετσπάγια] που προσελήφθη για την βλακεία του».
Νομίζω Στήβεν ότι είσαι σε καλό δρόμο. Αν κι εγώ δε θα σε έλεγα βλάκα: απλώς εύπιστο.
Πριν προχωρήσω στο κυρίως μέρος, να σχολιάσω και μια άλλη φράση σου: «Η οποία βέβαια βλακεία του είναι για να καλύψει άλλους βλάκες, κατά θέση προϊστάμενους του». Μάλιστα. Κι αυτούς τους «βλάκες, κατά θέση προϊστάμενους του», ποιος τους προσέλαβε; Κι όχι μόνο τους «κατά θέση προϊστάμενους» , αλλά κι όλους τους πρώην (και νυν) προπονητές, τεχνικούς διευθυντές , και «υπεύθυνους επικοινωνίας με τον κόσμο της ΑΕΚ» (αν λέω καλά τον τίτλο της Βάγιας). Ναι, λέω για όλους αυτούς που ομόφωνα χαρακτηρίστηκαν εδώ μέσα ως «Ραντανπλάν», «άχρηστοι» και «βλάκες»; Χωρίς εξαίρεση, έτσι; Μήπως λοιπόν όποιος τους έφερε όλους είναι κι αυτός «βλάκας»; Αν δεν είναι, ήταν απλά πολύ άτυχος στις επιλογές του; Κάτι σαν το Νικολάου ένα πράγμα, με τις τρεις χρονδροπάθειες; Αν όμως είναι κι αυτός «βλάκας», πώς άραγε έφτασε από τη σχολή οδηγών «Το μίνι» στη Wall Street κι επίσης πώς θα χαρακτηρίζαμε όλους αυτούς που περίμεναν έναν «βλάκα» να τους σώσει; Τον οποίο «βλάκα» δεν τον γνωρίσαμε και χθες, έτσι;
Γνώμη μου είναι ότι ο Μελισσανίδης μόνο βλάκας δεν είναι. Είναι πολύ πιο έξυπνος απ’ αυτούς που του πουλάνε μυαλό πίσω από πληκτρολόγια. Αυτό που δεν έχει ο Μελισσανίδης κατά τη γνώμη μου είναι στρατηγική σκέψη—έχει μόνο (άριστη) τακτική. Δεν μπορεί (κυρίως, δε θέλει) να καταλάβει ότι οι εποχές στο ποδόσφαιρο άλλαξαν κι ότι η στρατηγική του είναι καταδικασμένη. Κανείς όμως δεν του κάνει κριτική για τη στρατηγική του: επιμένουν όλοι να τον συμβουλεύουν «τακτικά». Για λόγους, κατά τη γνώμη μου, εντελώς προφανείς.
Πάμε να δούμε γιατί, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ό,τι και να κάνει τακτικά είναι χαμένος. Αυτό, λοιπόν είναι το μπάτζετ των τεσσάρων διεκδικητών, όπως το υπολόγισε ο zastro στο kontra.gr (νομίζω έγραφε κι εδώ).
Κι αυτή είναι η αποτίμηση των ρόστερ από το transfermarkt.
Όντως, δεν παίζουν τα μπάτζετ μπάλα. Τα μπάτζετ τα δίνεις σε έναν τεχνικό διευθυντή ο οποίος αγοράζει (από την ίδια αγορά που αγοράζουν κι οι υπόλοιποι τεχνικοί διευθυντές) παίκτες οι οποίοι παίζουν μπάλα. Αν ο τεχνικός διευθυντής σου, λοιπόν, είναι δύο φορές καλύτερος από τον τεχνικό διευθυντή του γείτονα, μπορεί να σε φέρει ανταγωνιστικά στο ίδιο επίπεδο με τον ανταγωνιστή σου παρότι διαχειρίζεται το μισό μπάτζετ. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, ήταν άραγε ο «Ραντανπλάν» δύομιση φορές καλύτερος από τον τεχνικό διευθυντή του Ολυμπιακού; Αν ήταν, γιατί τον λέγαμε «Ραντανπλάν» και γιατί έφυγε, δεδομένου κι ότι δεν πήρε το αυτί μου να τον ζήτησε η Μπαρτσελόνα;
Μετά, τους παίκτες που σου πήρε ο τεχνικός διευθυντής τους δίνεις σε έναν προπονητή, ο οποίος τους προπονεί και τους βάζει να παίζουν. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν ο Κετσπάγια (ναι, ο «βλάκας») είναι αυτός που θα κάνει τη διαφορά από τον Μπέντο. Ο Τράι ήταν τόσο καλύτερος από τον Σίλβα;
Ακόμη κι ο Πογιέτ: ήταν άραγε τόσο καλύτερος από τον Σίλβα; Κι αν ναι, γιατί την έχει την Betis 15η, με 8 βαθμούς σε 7 αγώνες; Και γιατί έφαγε την εξάρα από την Μπαρτσελόνα; Λόγω…μπάτζετ μήπως; Ο Σίλβα ήταν ένας αξιοπρεπής προπονητής: ήταν τόσο καλύτερος ο Πογιέτ; Γιατί τότε ζητούσε αυξημένο μπάτζετ από το Μελισσανίδη; Όσο για τις δύο μεταγραφές που έκανε, στη μία ήταν άτυχος κι η άλλη είναι…ο Πέκχαρτ—ένας παίκτης τον οποίο γνώριζε πολύ καλά από την Τότεναμ. Άρα, μπορεί να μην είναι και τόσο βλάκας ο Μελισσανίδης τελικά…
Υπάρχει βέβαια κι άλλη θεωρία: ότι ξεκινάς με ακαδημίες και νέους παίκτες ώστε, σε βάθος χρόνου, να μπορείς να υπερκεράσεις τη διαφορά στο μπάτζετ. Όμως, αυτές τις χαζομάρες τις έλεγα εγώ: αυτό ακριβώς ήταν το «σχέδιο Κιντή». Κι ήταν χαζομάρες όντως, γιατί σε ένα πρωτάθλημα που, κατά τη γνώμη μου, παίζεται στο παρασκήνιο, αυτά δε δουλεύουν. Αν κάποιος δεν το πιστεύει, ας δει το ρόστερ του Πανιωνίου επί των ημερών μου κι ας σκεφτεί μετά ότι τα δύο βασικά ματς που έχασε ήταν με τον Ολυμπιακό Βόλου του Αχιλλέα και την Καβάλα του Μάκη.
Ας υποθέσουμε όμως ότι ήταν αυτή η λύση, το «σχέδιο Κιντή», παρότι ο ίδιος ο εμπνευστής του λέει ότι δε δουλεύει: ήταν άραγε ο Μελισσανίδης ο κατάλληλος άνθρωπος να το εφαρμόσει; Κι ο Ντούσαν, που σίγουρα θα έφερνε μαζί του ο Μελισσανίδης; Κι αν αυτή είναι η λύση: είδαμε τρεισήμισι χρόνια καμία στελέχωση ακαδημιών ή scouting νέων παικτών που να δικαιολογεί την αισιοδοξία για τίτλους; Αν όχι, γιατί δε φωνάζαμε τότε ή γιατί δε φωνάζουμε γι αυτό τώρα, χωρίς να ζητάμε όμως άμεσα αποτελέσματα—αντί να βρίζουμε το δύσμοιρο Κετσπάγια και τον Ραντανπλάν;
Και μια κι αναφέραμε τον Κετσπάγια: η άποψη του Κόκκαλη για τον άνθρωπο αυτό είναι γνωστή τοις πάσι εδώ και χρόνια. Όπως κι η άποψη των τότε παικτών του Ολυμπιακού. Η οποία είναι καρμπόν με την κριτική που ασκείται σήμερα στον Τιμούρ. Οπότε τι να υποθέσω; Ότι οι καλά πληροφορημένοι σχολιαστές, αυτοί που τα ξέρουν όλα, δεν τα είχαν ακούσει τα παραπάνω; Ή θεώρησαν ότι ωρίμασε κι άλλαξε ο Τιμούρ στο μεταξύ;
Για να επανέλθουμε λοιπόν: αν ο ανταγωνιστής σου έχει μπάτζετ δυόμισι φορές μεγαλύτερο, κι εσύ δεν έχεις ούτε (πολύ) καλύτερο τεχνικό διευθυντή, ούτε (πολύ) καλύτερο προπονητή, ούτε καλύτερες ακαδημίες, ο μόνος τρόπος να κερδίσεις σε ένα πρωτάθλημα τριάντα αγωνιστικών είναι στο παρασκήνιο. Με 90-10 διαιτησία όλα γίνονται. Αν η αντιπολίτευση κέρδιζε τις εκλογές, η διαιτησία θα ήταν 90-10 κατά του Ολυμπιακού και συζητείται αν θα ευνοείτο περισσότερο η ΑΕΚ ή ο ΠΑΟΚ (κατά τη γνώμη μου ο δεύτερος). Με την κίνηση Θωμά-Βίκτωρα (που θεωρώ ότι είναι συνεργείο) η εύνοια της διαιτησίας θα πουληθεί τοις λιανικοίς, με το παιχνίδι. Όχι τοις χονδρικοίς, όπως επιχειρήθηκε μέσω του ελέγχου των ΕΠΣ. Στο λιανοπούλι είναι δύσκολο να επιτευχθεί το 90-10, κατ’ εμέ απαραίτητη προϋπόθεση για να χάσει το πρωτάθλημα ο Ολυμπιακός (με τον ΠΑΟΚ να διατηρεί όμως κάποιες λιγοστές ελπίδες, για λόγους που έχουμε εξηγήσει).
Υ.Γ. Γράφει ο Στήβεν ότι ο Θωμάς ήταν υπάλληλος του Βίκτωρα κι ότι «ΘΩΜΑΣ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ». Με κεφαλαία. Είναι όντως μια ενδιαφέρουσα άποψη, πρωτοποριακή θα τη χαρακτήριζα. Τυχαίνει να γνωρίζω και τους δύο προσωπικά, με το Θωμά δε, θα έχουμε φάει και πέντε-έξι φορές. Γνωρίζω επίσης πολλούς ανθρώπους που ήξεραν καλά την παράγκα εκείνα τα χρόνια: κανείς δε μου είπε ποτέ ότι ο Θωμάς «δεν υπήρξε». Ούτε καν ο μεγάλος αντίπαλός του, ο Γκαγκάτσης. Άκουσα επίσης, όπως όλοι, τις κασέτες της πρώτης παράγκας: η εντύπωση που μου σχηματίστηκε ήταν ότι έλυνε και έδενε ο Θωμάς. Αν «δεν υπάρχει» ο Θωμάς όπως λες, τι να έκανε άραγε στο Μότσαρτ ο Αλέξης Δέδες ένα βράδυ του καλοκαιριού που είχα πάει να πιω μια μπύρα (εννοείται με το Θωμά); Ενδεικτικό επίσης είναι ότι ο Κόκκαλης πηγαίνει κάθε χρόνο στη γιορτή του Θωμά στο σπίτι του στο Αιγάλεω: δε νομίζω ότι έχει παρτίδες με το Βίκτωρα. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, που βασίζεις την άποψή σου αυτή. Δε φαντάζομαι σε πληροφόρηση από το φίλο σου τον Καραγιαννίδη: ως γνωστόν, όταν ο Κόκκαλης ανακοίνωσε την είσοδο του Θωμά στο ΔΣ της ΠΑΕ Ολυμπιακός, το πρωτοσέλιδο του Φίλαθλου ήταν «Το μεγάλο πιστόλι του Ολυμπιακού και του Κόκκαλη». Εν συνεχεία, ο Φίλαθλος τον ονόμασε «Ντίλιγκερ, γιατί εθεωρείτο ο άνθρωπος που καθαρίζει, μπαμ μπαμ, πίσω από την κουρτίνα». Θα με ενδιέφερε πραγματικά να μάθω πώς τεκμηριώνεται αυτή η άποψη. Άλλαξε γνώμη άραγε ο Νίκος;