Από το ταχυδρομείο μου, χωρίς καμία δική μου παρέμβαση
*************************************************************************************************************************************************
Αν μπορεί η λογική της πρόσληψης τουΚουχάρσκι στην ΑΕΚ να συνοψιστεί σε μια ατάκα, τότε κάλλιστα μπορεί να είναι αυτή του πρώην εργοδότη του, του προέδρου της Λέγκια, Ντάριους Μιοντούσκι όταν και προσέλαβε τον 42χρονο σήμερα Κουχάρσκι, πριν πέντε καλοκαίρια, σε πόστο ανάλογο με αυτό που αναλαμβάνει στην Ενωση: “Είμαι πεπεισμένος πως μπορούμε να πετύχουμε καλύτερα αποτελέσματα με χαμηλότερα κόστη λειτουργίας και εξόδων. Στόχος μας είναι να διασφαλίσουμε πως το μπάτζετ της Λέγκια δεν θα εξαρτάται από τη συμμετοχή της στις διεθνείς διοργανώσεις”.
Όλα μοιάζουν οικεία, προαναγγελίες γνωστές, ανεξαρτήτως αν μιλάμε για Πολωνία ή για Ελλάδα, αν μιλάμε για τη Λέγκια το 2017 ή την ΑΕΚ το 2013, το 2018 – χρονιές στα καλοκαίρια των οποίων ο ιδιοκτήτης των κιτρινόμαυρων είχε δημοσίως ξεκαθαρίσει πως βασικός στόχος είναι η οικονομική τους αυτάρκεια – ή την φετινή ΑΕΚ, που καλείται να διαχειριστεί ύστερα από μια αποτυχημένη σεζόν ο Κουχάρσκι.
Μια σεζόν η οποία ξεκίνησε με τη μεγαλύτερη μεταγραφική δαπάνη της (σύγχρονης τουλάχιστον) ιστορίας της Ενωσης. Και το φινάλε της την βρήκε εκτός διεθνών διοργανώσεων, με νέο προπονητή, τον τέταρτο με αυτόν τον τίτλο σε έναν χρόνο και ριζικά αλλαγμένο οργανόγραμμα και στελεχειακό δυναμικό, που επιβάλλεται να βρει μεταξύ του γρήγορη περπατησιά για να μπορέσει να προετοιμάσει την ΑΕΚ της χρονιάς που θα την φέρει στο νέο της γήπεδο.
Όταν ο Κουχάρσκι ανέλαβε το αντίστοιχο πόστο στη Λέγκια, η κατάσταση που καλούνταν να αντιμετωπίσει ήταν διαφορετική. Αναλάμβανε πρωταθλήτρια Πολωνίας, με υπηρεσιακό μεν, αλλά επιτυχημένο, προπονητή στον πάγκο και νέο ιδιοκτήτη, ο οποίος όμως τον γνώριζε. Ο Μιοντούσκι, ως CEO από το 2012, ήταν αυτός που αναβάθμιζε συνεχώς τον ρόλο του Κουχάρσκι, εξαργυρώνοντας τις επιτυχημένες του εισηγήσεις στο scouting department του συλλόγου.
Καλό μάτι, χρυσοφόρες εισηγήσεις, Γιουνάιτεντ και επαναπατρισμός
Εκεί ξεκίνησε κοντά στο 2007, έχοντας περάσει γρήγορα από τους πάγκους (βοηθός προπονητής της ομάδας νέων), χωρίς όμως να δείχνει προοπτική, με αποτέλεσμα γρήγορα να περάσει στο τσεκάρισμα ταλέντων για τις φυτωριακές ομάδες της Λέγκια, εντός των πολωνικών συνόρων.
Διορατικός, με καλό ποδοσφαιρικό μάτι, πιστώθηκε εν πολλοίς τον θρύλο που δημιούργησε και τα πολλά χρήματα που έφερε στο ταμείο των πρωτευουσιάνων της Πολωνίας, από τις εισηγήσεις του να αποκτηθούν οι Οντρέι Ντούντα (έναντι 300.000 ευρώ από την Κόζιτσε) και ο πιτσιρίκος Κρίστιαν Μπιέλικ, προτού πωληθούν σε Χέρτα και Αρσεναλ για συνολικό αντίτιμο που ξεπερνούσε τα 6,5 εκατ. ευρώ.
Επικεντρώθηκε σε αγορές που δεν έβλεπαν άλλοι, λογιζόμενες δεύτερης (στην καλύτερη) διαλογής και ενδιαφέροντος. Δεν είναι τυχαίο πως όταν η φήμη του απογειώθηκε με την πρόσληψη από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ τον Φεβρουάριο του 2017 – σε μια ριζική εκείνη την εποχή αναδιοργάνωση του επιτελείου scouting των «κόκκινων διαβόλων» κατόπιν σχετικής επιθυμίας του τότε προπονητή τους, Ζοζέ Μουρίνιο – ανέλαβε υπεύθυνος για παίκτες που προορίζονταν για τις ακαδημίες της Γιουνάιτεντ σε Πολωνία, Σλοβακία και Ουγγαρία.
Δεν πρόλαβε να κάνει κάτι, να δείξει το οτιδήποτε στο «Ολντ Τράφορντ», αφού η πρόταση του Μιοντούσκι, το αμέσως επόμενο καλοκαίρι, τον επαναπάτρισε μετά από λίγους μήνες. Ορατή με το… καλημέρα η διαφορά από τον προκάτοχό του, τον γνωστό μας από την θητεία του στον Ολυμπιακό, Μίχαλ Ζεβλάκοβ (ανέλαβε αθλητικός διευθυντής αμέσως μετά την έλευση του Κουχάρσκι).
Ακρως επικοινωνιακός, media friendly, εξωστρεφής, showman πραγματικός ο πρώην Πολωνός διεθνής αμυντικός, τελείως στο άλλο άκρο ο Κουχάρσκι.
Περισσότερη ουσία, λιγότερες δημόσιες σχέσεις
Με οποιονδήποτε τρόπο και αν περιγράψουν τον νέο τεχνικό διευθυντή της ΑΕΚ οι συμπατριώτες του, δεν παραλείπουν να βάλουν, σχεδόν σε όλα τα επίθετα, το αντί ως πρόθεμα.
Δεν μιλάει, δεν φαίνεται, δεν επιδεικνύεται. Πιστεύει στην δουλειά του και στον τρόπο που την κάνει. Λίγα – ως καθόλου – λόγια, ακόμη λιγότερες οι εξηγήσεις προς το κοινό και τα media.
Δεν προσεγγίζεται όχι από δημοσιογράφους, ούτε καν από επαγγελματίες του χώρου στον οποίο απευθύνεται, αλλά ούτε καλά καλά και από δικούς του υφιστάμενους ή συνεργάτες. Δεν είναι επικοινωνιακός, εν μέρει θεωρείται ακόμη πως δεν είναι ούτε επαγγελματικά κοινωνικός.
Δεν κάνει φίλους, δεν θέλει φίλους. Περισσότερη ουσία, λιγότερες δημόσιες σχέσεις, περισσότερη δουλειά, λιγότερο εφέ και πασαρέλα σε media.
Deals ρεκόρ
Ετσι πορεύτηκε φτάνοντας στο σημείο να προκαλέσει όλα τα “αντί” που του κόλλησαν οι συμπατριώτες του. Ποιος νοιάζεται όμως αν γίνεται η δουλειά. Πολυεπίπεδο για έναν τεχνικό διευθυντή το πλαίσιο αυτή της “δουλειάς”. Εστω και αν το δικό του ήταν δομημένο από την προεδρική παρόλα αμέσως με το που ανέλαβε: αυτάρκεια.
Και εδώ, του βγάζεις το καπέλο του Κουχάρσκι. Στα 4,5 χρόνια στο πόστο, εισέπραξε από πωλήσεις 34 εκατ. ευρώ. Οι τρεις πιο ακριβές παραχωρήσεις στην ιστορία της Λέγκια – ο Μαγέσκι στη Μονακό έναντι 7 εκατ. ευρώ, ο Καρμπόβνικ στην Μπράιτον έναντι 5,5 εκατ. και ο Σεμπάστιαν Σζιμάνσκι στην Ντιιναμό Μόσχας έναντι επίσης 5,5 εκατ. ευρώ – έγιναν επί ημερών του.
Στο top-12 των επικερδέστερων πωλήσεων, οι 9 έχουν την υπογραφή του, είτε ως τεχνικού διευθυντή είτε ως υπευθύνου scouting (σ.σ. πωλήσεις δηλαδή παικτών που αποτέλεσαν δικές του εισηγήσεις).
Άφησε πλεόνασμα 20 εκατ. ευρώ στα ταμεία
Το δυστύχημα (;), το πρόβλημα (;) για τον ίδιο ήταν πως ποτέ δεν μπόρεσε να καρπωθεί ανταποδοτικά στην ολότητά του το εισόδημα που δημιούργησε. Είναι χαρακτηριστικό πως, έστω και… μπακαλίστικα, σε λογική εσόδων – εξόδων, η θητεία του ως τεχνικός διευθυντής άφησε πλεόνασμα 20 εκατ. ευρώ στα ταμεία της Λέγκια, αφού σε αυτό το διάστημα η μεταγραφική δαπάνη του Κουχάρσκι (για αγορές και μόνο) δεν ξεπέρασε τα 14 εκατ.
Εν πολλοίς αναμενόμενο. Αυτάρκεια. Ποτέ συνεπώς δεν δούλεψε με μπάτζετ… χορηγούμενο, ποτέ δεν πήρε το παραμικρό ως «ένεση» οικονομική. Κινούνταν στην αγορά ποσοστιαία – και μόνο – από τις εισπράξεις.
Η ατάκα του, πριν το ξεκίνημα της περυσινής σεζόν, “zerozłotych, zeroeuro” αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της λειτουργίας και της οικονομικής φιλοσοφίας της Λέγκια στα χρόνια του ως τεχνικός διευθυντής.
Μηδέν ζλότι, μηδέν ευρώ. Μέχρι και σύνθημα στις εξέδρες του Jozef Pilsudski έγινε, πανό από τους οπαδούς, αλλά και αντικείμενο δημόσιου debate.
Τίτλοι εντός, αποκλεισμοί εκτός
Όπως σε κάθε μεγάλη ομάδα απανταχού στον πλανήτη, έτσι και στη Λέγκια, οπαδοί και media “διψούν” για τίτλους, επιτυχίες και μεταγραφές. Οι πρώτοι για τα δεδομένα του ανταγωνισμού της Ekstraklasa, ήρθαν.
Τρία πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο ο απολογισμός της θητείας του Κουχάρσκι. Παραπάνω, πολύ, από τον ιστορικό μέσο όρο συχνότητας κατάκτησης τίτλων του συλλόγου.
Εκτός των πολωνικών συνόρων όμως, καμία αντιστοίχιση. Το πρώτο καλοκαίρι του Κουχάρσκι στο γραφείο, η Λέγκια αποκλείστηκε διαδοχικά στα καλοκαιρινά προκριματικά από Αστάνα (Champions League) και Σέριφ (Europa League).
Το επόμενο – 2018 – από Σπάρτακ Τρνάβα (Champions League) και Ντουντελάνζ (Europa League). Έναν χρόνο μετά από τους Ρέιντζερς (Europa League) και το καλοκαίρι του 2020 από Ομόνοια (Champions League) και Ντρίτα (Europa League).
Μόνο το περασμένο η Λέγκια επιβίωσε των προκριματικών. Αποκλείστηκε σε αυτά του Champions League από την Ντιναμό Ζάγκρεμπ, απέκλεισε στα playoff του EuropaLeague την Σλάβια Πράγας και μπήκε στους ομίλους, όπου σε απαιτητικότατο γκρουπ διεκδίκησε πρόκριση ως την τελευταία αγωνιστική, καταλήγοντας τελευταία πίσω από Σπαρτάκ Μόσχας, Νάπολι και Λέστερ.
Δεν ήταν αρκετό για να σώσει ούτε το ιστορικά ανεπανάληπτο πρώτο μισό της σεζόν της Λέγκια ούτε και όπως αποδείχτηκε τη θέση του ίδιου του Κουχάρσκι. Φτάνοντας στη χειμερινή διακοπή, οι “λεγεωνάριοι” ήταν προτελευταίοι στη κατάταξη ύστερα από 18 αγωνιστικές, με τους οπαδούς, πολύ νωρίτερα, από τα μέσα του φθινοπώρου κιόλας, αλλά και ακολούθως τα media, να έχουν προσωποποιήσει τον υπεύθυνο στον 42χρονο αξιωματούχο.
Ετσι κι αλλιώς, ποτέ δεν τον είχαν – παρότι παιδί του συλλόγου – στην… καρδιά τους. Είπαμε, θέμα προσέγγισης, χαρακτήρα και τρόπου δουλειάς. Ο Κουχάρσκι τις περισσότερες φορές έβγαινε μπροστά, καλύπτοντας απόλυτα τη διοικητική επιλογή περί αυτάρκειας.
Δεν παραπονέθηκε – τουλάχιστον δημοσίως – για το ότι δεν μπορούσε να διαχειριστεί ούτε… ζλότι, ούτε ευρώ, οπότε αναγκαστικά στρέφονταν σε αγορές που ο ίδιος είχε αποκτήσει ειδίκευση.
Ενδεικτικά και μόνο έφερε παίκτες από την Ελβετία, από την Κροατία, από την Ουκρανία, από την Λετονία, από την Κύπρο, από τη Λιθουανία, από την Αλβανία, από το Αζερμπαϊτζάν, από το Ουζμπεκιστάν, από το Ισραήλ, από την Ουγγαρία (ποτέ για τη σημειολογία της συζήτησης, πάντα σε σχέση με το στάτους που θα συναντήσει τώρα στην ΑΕΚ, δεν πήρε Αργεντινό ούτε και ψώνισε απ’ ευθείας από τη Λατινική Αμερική).
Όταν δεν υπάρχουν (ή δεν διατίθενται) λεφτά, επιβάλλεται η δημιουργία, η εναλλακτική ματιά. Και αυτή, εκ των πραγμάτων, την είχε ο Κουχάρσκι, ο οποίος έτσι κι αλλιώς είχε αποκτήσει ειδίκευση από τα χρόνια του ως scout αναζητώντας ποδοσφαιριστές που θα μπορούσαν να σταθούν στη Λέγκια από δεύτερης (και πιο κάτω) διαλογής και ταχύτητας πρωταθλήματα.
Σε τέτοιο επίπεδο όμως, ανάλογες επιλογές δεν είναι πάντα, ποδοσφαιρικά, αγωνιστικά επιτυχημένες. Μπορεί μία έστω να σώσει οικονομικά μια ολόκληρη σεζόν (ή και παραπάνω), αλλά δεν σημαίνει πως αγωνιστικά το σύνολο θα είναι αρκετό. Η έστω, επαρκές για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της κοινής γνώμης. Είπαμε, τίτλοι, νίκες και μεταγραφές.
Κακή σεζόν, αφόρητη πίεση και αντίο
Η τελευταία, καλοκαιρινή φουρνιά, αποδείχτηκε αποτυχημένη. Είχαν προηγηθεί και άλλες μεταγραφικές περίοδοι που δεν δημιουργήθηκε, δεν ενισχύθηκε το ανάλογο γκελ εξέδρας – μεταγραφικής δραστηριότητας (για παράδειγμα, στην αμέσως προηγούμενη μεταγραφική περίοδο, τη χειμερινή του 2021, η Λέγκια δεν έκανε καμία προσθήκη), προστέθηκαν και τονίστηκαν οι αλλεπάλληλες, προηγούμενες, εκκωφαντικές αποτυχίες στις διεθνείς διοργανώσεις, αλλά και το συνεχές πήγαινε – έλα προπονητών (εννιά φορές άλλαξαν στη θητεία του, με έξι διαφορετικούς προπονητές να αναλαμβάνουν. Ο Σέρβος Αλεσκάνταρ Βούκοβιτς χρίστηκε τρεις φορές…) ήρθε και το τραγικό φετινό πρώτο μισό και το γλυκό έδεσε.
Η πίεση αφόρητη. Αυτό, αν μη τι άλλο, ο Κουχάρσκι το έμαθε καλά, αφού παρότι οι συγκρίσεις ούτε ενδείκνυνται ούτε και ευδοκιμούν, έμαθε να λειτουργεί υπό καθημερινή, πολυεπίπεδη και… πανταχόθεν πίεση.
Και άντεξε, αποτελώντας τον μακροβιότερο τεχνικό διευθυντή της ιστορίας της Λέγκια. Πριν αναλάβει, το πόστο του αποτελούσε ισόδυναμο της ηλεκτρικής καρέκλας: τρεις τεχνικοί διευθυντές είχαν αλλάξει σε λιγότερο από 1,5 χρόνο.
Τα Χριστούγεννα όμως και ο ίδιος και η κατάσταση έφτασαν στο απροχώρητο. Μόνο και μόνο η εικόνα της Λέγκια στην προτελευταία θέση του βαθμολογικού πίνακα, περίσσευε για να ξεγράψει μονοκοντυλιά ό,τι θετικό στο οικονομικό και λειτουργικό κομμάτι (πιστώνεται την αναδιοργάνωση και αναβάθμιση του συστήματος scouting του συλλόγου.
Χαρακτηριστικό πως οι λογιζόμενες ως καλύτερες προσθήκες επί των ημερών του, ο γνωστός μας Τόμας Πέκχαρτ και ο Βραζιλιάνος μεεσοεπιθετικός Λουκίνιας, έγιναν κατόπιν εισηγήσεων συνεργατών που ο ίδιος ο Κουχάρσκι έβαλε στο οργανόγραμμα του επιτελείου του) είχε να επιδείξει, που πάντως έτσι κι αλλιώς σπάνια αναγνωρίζει και πιστώνει η οπαδική βάση.
Και έτσι, στις 27 Δεκεμβρίου ανακοίνωσε την παραίτησή του, χωρίς ποτέ έκτοτε να πει το παραμικρό σχετικά. Ούτε απολογιστικά, ούτε επεξηγηματικά. Τίποτα. Ενισχύοντας το προφίλ που δημιούργησε στη Λέγκια, προφίλ που πλέον με ασφάλεια μπορεί να εκτιμηθεί πως δεν είναι τεχνητό, αλλά αποτελεί μέρος της προσωπικότητά του Ράντοσλαβ Κουχάρσκι.
Το εδώ ποδοσφαιρικό σύστημα, το γνωρίζει, αφού έχει κάνει deals ως τεχνικός διευθυντής της Λέγκια σχεδόν με όλους. Ολυμπιακό (Οφόε, Αντρε Μαρτίνς, Καφού), ΠΑΟΚ (Μουλέν), Αρη (Ρόουζ), Παναθηναϊκό (κάτι διαδικαστικά που είχαν απομείνει από τα δικαιώματα του Καρλίτος όταν ο Ισπανός ήρθε στους πράσινους), ακόμη και Παναιτωλικό (Ρότσα), ενώ πριν δύο χρόνια περίπου το όνομα του είχε παρουσιαστεί μεταξύ των όσων φέρονταν τότε να εξετάζει ο ΠΑΟΚ για το πόστο του τεχνικού διευθυντή. Θα έχει, το μόνο σίγουρο, ενδιαφέρον…